(Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου, τεύχος Αυγούστου 2020)
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΔΙΚΩΝ ΕΠΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΠΕΡΧΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ 1-1-2016
(Ν. 4364/2016)
ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
(ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΦΕΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ)
Υπό Γεωργίου Αμπατζή
Δικηγόρου ε.τ.
(Πρέπει εκ των προτέρων να διευκρινισθεί ότι η ανάλυση που ακολουθεί αφορά μόνο αξιώσεις αποζημιώσεως των δικαιούχων οι οποίες έχουν ως γενεσιουργό αιτία αυτοκινητικό ατύχημα. Αν η αξίωση αποζημίωσης δεν προέρχεται από τέτοιο ατύχημα, αλλά από άλλη αιτία που συνδέεται με την ασφαλιστική κάλυψη, δεν έχει εφαρμογή η πάρα κάτω επιχειρηματολογία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο στις αποζημιώσεις από αυτοκινητικά ατυχήματα έχουμε την παρεμβολή του Επικουρικού Κεφαλαίου, η οποία παρεμβολή και στοιχειοθετεί την ειδοποιό διαφορά για τον τρόπο αντιμετώπισης των εκκρεμών αυτών υποθέσεων κατά το στάδιο της εκκαθάρισης της ασφαλιστικής επιχείρησης. Πρέπει ακόμη να τονισθεί ότι όλες οι αποφάσεις των Εφετείων και του Αρείου Πάγου που αναφέρονται πάρα κάτω αφορούν αποζημιώσεις δικαιούχων των οποίων οι αξιώσεις απέρρεαν από αυτοκινητικά ατυχήματα).
Ι. Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Τα δικαστήρια της χώρας μας απασχόλησε πρόσφατα το ζήτημα της δικονομικής αντιμετώπισης των εκκρεμών δικών στην περίπτωση κατά την οποία, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, επέρχεται η ασφαλιστική εκκαθάριση μετά την 1/1/2016. Η νομολογία στην αρχή διακυμάνθηκε ως προς το ζήτημα εάν οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται ή αν αυτές απορρίπτονται ως απαράδεκτες, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του νόμου 4364/2016. Τελικά τόσο στην νομολογία των Εφετείων όσο και του Αρείου Πάγου επικράτησε η άποψη ότι οι δίκες αυτές δεν μπορούν να συνεχιστούν, αλλά η συζήτησή τους κηρύχθηκε απαράδεκτη όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 239 παρ.3 του πάρα πάνω νόμου, την οποία διάταξη και εφήρμοσαν οι αποφάσεις αυτές. (Βλέπετε σχετικά Α.Π.1413, 1254/2019 σε ΝΟΜΟΣ και 672/ 2019 σε Ε.Συγκ.Δικ. 2019 σελ. 511 κ.επ. Για τη νομολογία των Εφετείων όπως και για την διακύμανση των θέσεων που υιοθέτησαν τα δικαστήρια κατά το αρχικό στάδιο εφαρμογής του νόμου βλέπετε παράθεση των σχετικών αποφάσεων με κριτικές παρατηρήσεις μας στην μελέτη μας σε Ε.Συγκ.Δικ.2018 σελ. 434 κ.επ. και ιδιαίτερα σελ.439 έως 441 και σε Α.Κρητικό «Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα» εκδ.Ε΄, τόμος ΙΙ σελ.338 παραπομπή 111).
Η άποψή μας είναι ότι οι θέσεις τις οποίες υιοθέτησε η κρατούσα νομολογία των Εφετείων και του Αρείου Πάγου δεν ανταποκρίνονται προς το γράμμα και το πνεύμα που διατρέχει τις διατάξεις αυτού του νόμου, όπως αυτές φωτίζονται από την αιτιολογική έκθεση αυτού αλλά και από τις αιτιολογικές σκέψεις του Προοιμίου της Κοινοτικής Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον εν λόγω νόμο.
ΙΙ. Η ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΕΤΕΙΩΝ
Τόσο ο Άρειος Πάγος όσο και τα Εφετεία έχουν ως βασικό έρεισμα της νομικής τους θεμελίωσης τις διατάξεις των άρθρων 239 παρ.3 και 235 παρ.3 του νόμου 4364/2016.Η πρώτη από τις διατάξεις αυτές προβλέπει ότι κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ,ενώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται και οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. Με την δεύτερη από τις πάρα πάνω διατάξεις ορίζεται ότι στη περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά, μεταξύ των άλλων, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Από τις διατάξεις αυτού του Κώδικα η νομολογία εφαρμόζει τη διάταξη του άρθρου 25, το οποίο προβλέπει ότι από την έναρξη της πτώχευσης αναστέλλονται απολύτως και αυτοδικαίως όλες οι ατομικές διώξεις των πτωχευτικών πιστωτών.
Από τον συνδυασμό αυτών των διατάξεων, τις οποίες έθεσαν ως βάση του νομικού συλλογισμού τους, οι αποφάσεις αυτές κατέληξαν στο ακόλουθο συμπέρασμα: Ότι “η συζήτηση κάθε είδους
αναγνωριστικών ή καταψηφιστικού χαρακτήρα αγωγών που ασκήθηκαν από πιστωτές της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντιστοίχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως ….Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων επί αποφάσεων που εκδόθηκαν κατόπιν αγωγής ή άλλου ενδίκου βοηθήματος από πιστωτές της εκκαθάρισης απαγορεύεται….Σε περίπτωση δε που, παρά την ανωτέρω απαγόρευση ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτησή τους ,κατά το άρθρο 239 παρ.3 του ν.4364/2016….”. Είναι ενδεικτικό ότι οι πάρα πάνω αποφάσεις για να στηρίξουν το σκεπτικό τους παραπέμπουν στην απόφαση 1942/2017 του ΑΠ[1]. Όμως η απόφαση αυτή ασχολήθηκε με απαίτηση αποζημίωσης που δεν απορρέει από τροχαίο ατύχημα, αλλά από άλλη αιτία ασφαλιστικής κάλυψης και επομένως δεν υπήρξε παρεμβολή του ΕΚ στην καταβολή της αποζημίωσης, η οποία και προσφέρει την ειδοποιό διαφορά για τις εκκρεμείς υποθέσεις που αναφέρονται στην παρούσα μελέτη. Τις πάρα πάνω θέσεις της νομολογίας επικροτεί και ο συγγραφέας και Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ε.τ. Α.Κρητικός, ο οποίος υποστηρίζει σχετικά τα ακόλουθα: «Το τελικό αποτέλεσμα των πάρα πάνω σκέψεων συνοπτικά είναι η επιδοκιμασία της θέσεως που εκφράζει η κρατούσα νομολογία και κηρύσσει απαράδεκτη την συζήτηση τη εφέσεως, ώστε ο εκκαλών να προσφύγει στον εκκαθαριστή προς αναγγελία της απαιτήσεώς του κατά του ασφαλιστή χωρίς να έχει σημασία αν ήταν ή όχι εκκρεμής η δίκη του παθόντος τρίτου κατά του ασφαλιστή όταν ο τελευταίος τέθηκε σε καθεστώς εκκαθαρίσεως. Το κρίσιμο είναι αν η εκκαθάριση επήλθε ή όχι μετά την 1-1-2016[2]».
Η θέση αυτή, την οποία υιοθέτησαν τα πάρα πάνω δικαστήρια ως προς τις δίκες που εκκρεμούσαν ενώπιόν τους, είναι ολοφάνερο ότι οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις για τους παθόντες σε τροχαία ατυχήματα, οι οποίες και συνεπάγονται δυσμενέστατες συνέπειες εις βάρος τους. Και αυτό διότι έτσι αναιρούνται δικαιώματα αυτών των διαδίκων, τα οποία αυτοί απέκτησαν μετά από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες και τα οποία απορρέουν από μία ώριμη προς έκδοση απόφαση του Δευτεροβάθμιου ή του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία και οδηγεί εν όλω ή εν μέρει στην άμεση ικανοποίηση της απαίτησής τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπόθεση με την οποία ασχολήθηκε ή υπ’αριθ.2781/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (αδημ), στην οποία η διαδικασία είχε σαν εναρκτήριο έτος το 2010, οπότε ασκήθηκε η σχετική αγωγή της παθούσας, το έτος 2011 εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, το έτος 2011 ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης αυτής, το έτος 2013 εκδόθηκε παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου και μετά από σχετική κλήση η υπόθεση οδηγήθηκε σε εκ νέου εκδίκαση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου το οποίο και εξέδωσε, το έτος 2018 πλέον, την πάρα πάνω απόφασή του με την οποία και κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο της υπ’αριθ.4162/2018 απόφασης του ίδιο δικαστηρίου (αδημ.) στην οποία η αγωγή του παθόντος είχε ασκηθεί το έτος 2011, το έτος 2012 εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, το έτος 2014 ασκήθηκε έφεση κατ΄αυτής και ακολούθως εκδόθηκε το έτος 2018 η απόφαση αυτή του Εφετείου με την οποία κηρύχθηκε επίσης απαράδεκτη η συζήτηση. Και οι δύο αυτές αποφάσεις εφάρμοσαν τις διατάξεις του νόμου 4364/2016 που αναφέρονται πάρα πάνω. Έτσι ανοίγει ένας νέος φαύλος κύκλος για τους παθόντες διαδίκους, οι οποίοι ενώ ανέμεναν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα την έκδοση αποφάσεως, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους εν όλω ή εν μέρει, αναγκάζονται πλέον να προσφύγουν στον εκκαθαριστή για να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους και να αναμένουν την κατάταξη αυτών στην σχετική κατάσταση που οφείλει να συντάξει αυτός. Αν έχουν αντιρρήσεις κατά της κατάταξης που έκανε ο εκκαθαριστής οφείλουν να εμπλακούν σε ένα νέο κύκλο δικαστικών περιπετειών. Οφείλουν δηλαδή να ασκήσουν τις αντιρρήσεις τους με ανακοπή, η οποία εισάγεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης και αν κρίνουν ότι η απόφαση αυτή δεν τους δικαιώνει πρέπει να ασκήσουν έφεση στο αρμόδιο Εφετείο, όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 242 του Ν.4364/2016. Η πρόσθετη ταλαιπωρία του δικαιούχου αποζημιώσεως γίνεται καταφανής, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί, όταν αυτός έχει επιτύχει την έκδοση αποφάσεως από δικαστήριο της Κρήτης ή της Θράκης, όπου αυτός έχει την κατοικία του και το οποίο ήταν και το τοπικά αρμόδιο με βάση τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔικ. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να διορίσει δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει στην Αθήνα, όπου στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων έχουν την έδρα τους οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Την πάρα πάνω άποψή μας ότι δηλαδή αν υπάρχουν εκκρεμείς δίκες μετά την 1-1-2016, ημερομηνία μετά την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, η δίκη δεν αναστέλλεται αλλά συνεχίζεται, δέχεται και ο Κρητικός ως δικαιοπολιτικώς ορθή[3]. Δεν δέχεται όμως ότι η άποψη αυτή μπορεί να θεμελιωθεί στις ισχύουσες διατάξεις, των οποίων και επιβάλλεται κατά τη γνώμη του ανάλογη τροποποίηση. (Για την αντίκρουση αυτής της θέσης του εν λόγω συγγραφέα βλέπετε πάρα κάτω στην παράγραφο ΙΙΙ-γ).
ΙΙΙ. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Με το ζήτημα της τύχης των εκκρεμών δικών επί των ασφαλιστικών εκκαθαρίσεων που επέρχονται μετά την 1-1-2016 είχαμε ασχοληθεί σε προηγούμενη μελέτη μας. η οποία δημοσιεύτηκε σε αυτό το περιοδικό[4]. Εκεί είχαμε υποστηρίξει την άποψη ότι οι εκκρεμείς αυτές δίκες πρέπει να συνεχιστούν με την υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρία, το νομικό πρόσωπο της οποίας εκπροσωπείται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή. Η μέθοδος ερμηνείας των κρίσιμων διατάξεων του νόμου 4364/2016 που ακολουθήσαμε ήταν η τελολογική συστολή. (Αναλυτική παράθεση της σχετικής επιχειρηματολογίας μας, των αντικρουόμενων απόψεων της μέχρι τότε νομολογίας και της κριτικής μας επί των σχετικών αποφάσεων βλέπετε στην εν λόγω μελέτη μας). Μετά όμως από μία εγγύτερη έρευνα των διατάξεων του νόμου, της Κοινοτικής Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, με τον οποίο νόμο αυτή ενσωματώθηκε στο εσωτερικό μας δίκαιο και των αιτιολογικών σκέψεων του Προοιμίου αυτής της Οδηγίας, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι για τη λύση που προτείναμε πάρα πάνω δεν χρειαζόταν να επιστρατευθεί η μέθοδος της τελολογικής συστολής, αφού στην λύση αυτή οδηγεί αβίαστα η ερμηνεία των διατάξεων του ίδιου του νόμου. Ειδικώτερα τόσο η συστηματική όσο και η τελολογική ερμηνεία των διατάξεων αυτών, όπως η τελευταία φωτίζεται από τις διατάξεις της Οδηγίας και τις αιτιολογικές σκέψεις του προοιμίου αυτής, πιστεύουμε ότι οδηγεί ευθέως στην υιοθέτηση της άποψης ότι οι πάρα πάνω εκκρεμείς δίκες δεν αναστέλλονται αλλά συνεχίζεται η εκδίκασή τους από τα αρμόδια δικαστήρια. Η θέση μας αυτή στηρίζεται στην ακόλουθη επιχειρηματολογία.
IΙΙ-α. Η συστηματική ερμηνεία των διατάξεων του νόμου
Η ίδια η νομοτεχνική διάρθρωση των σχετικών διατάξεων του νόμου 4364/2016 καταδεικνύει ότι οι διατάξεις αυτές τελούν σε εσωτερική νοηματική αλληλουχία και στοχεύουν σε εντελώς συγκεκριμένους σκοπούς, τους οποίους δεν επιτρέπεται να αγνοήσει ο εφαρμοστής του δικαίου. Ειδικώτερα τα ζητήματα που αφορούν την διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης διαρθρώνονται στα άρθρα από 239 έως 248 του νόμου. Από τα άρθρα αυτά τα πρώτα ένδεκα, δηλαδή από το άρθρο 235έως και 245 αυτού, περιέχουν κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν γενικά την διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης από την έναρξή της, όπως ορίζεται στο άρθρο 239, έως την περάτωση και την λήξη αυτής, όπως αντίστοιχα ορίζεται στο άρθρο 245. Στις γενικές αυτές ρυθμίσεις δεν περιλαμβάνονται και οι δίκες εκείνες που έχουν κινήσει οι πιστωτές και οι οποίες ήσαν εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί ευθέως το γεγονός ότι ο νομοθέτης θέλησε να διαφοροποιήσει τη ρύθμιση αυτών των εκκρεμών δικών από τις γενικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στα πάρα πάνω άρθρα από 235 έως 245. Ειδικώτερα στο άρθρο 246 παρ.2 περ. ε΄ ορίζεται ότι “το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζεται και καθορίζει τουλάχιστον…….τα αποτελέσματα της διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης στις εκκρεμείς δίκες που έχουν κινήσει οι πιστωτές με την εξαίρεση της εκκρεμοδικίας της παραγράφου 4 του παρόντος. (Διευκρινίζεται ότι η τελευταία αυτή αναφορά στην παρ.4 δεν αφορά εκκρεμείς απαιτήσεις δικαιούχων αποζημιώσεως ,αλλά εντελώς άλλα ζητήματα εκκρεμοδικίας και συγκεκριμένα στοιχείο του ενεργητικού ή δικαίωμα, το οποίο έχει απεκδυθεί η ασφαλιστική επιχείρηση.)
Η απλή αντιπαραβολή των διατάξεων των άρθρων 239 παρ.3 και 246 παρ. 2 περ. ε΄ καταδεικνύει ότι ο έλληνας νομοθέτης θέλησε επί των εκκρεμών δικών τις οποίες έχουν κινήσει οι πιστωτές, δηλ. και οι δικαιούχοι αποζημιώσεων από αυτοκινητικά ατυχήματα, να εφαρμοστούν οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου.(Για το ποιες είναι αυτές οι διατάξεις βλέπετε αμέσως πάρα κάτω). Αν η βούληση του νομοθέτη ήταν να εφαρμοστεί και στις εκκρεμείς δίκες η αναστολή των ατομικών διώξεων, σύμφωνα με το άρθρο 239 παρ.3, δεν θα θέσπιζε την ειδική διάταξη του άρθρου 246 παρ.2 περ. ε΄, η οποία ακριβώς έχει εφαρμογή επί των εκκρεμών και μόνο δικών και κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.
Η πάρα πάνω θέση μας ενισχύεται και από την εγγύτερη ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων του άρθρου 239 του εν λόγω νόμου σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση αυτού, από την οποία προκύπτει με τρόπο σαφή η βούληση του έλληνα νομοθέτη, αλλά και η ratio legis των διατάξεων αυτού του άρθρου. Συγκεκριμένα στο τμήμα της αιτιολογικής αυτής έκθεσης που αφορά αυτό το άρθρο (ΦΕΚ 13 Α΄/5-2-2016 κάτω από το άρθρο 239) διευκρινίζεται ότι ο λόγος για τον οποίο θεσπίσθηκαν οι απαγορεύσεις αυτού του άρθρου (απαγόρευση κατάσχεσης, δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης κλπ.) είναι η προστασία των συμφερόντων των δικαιούχων από ασφάλιση. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται πράγματι όταν η περιουσία αυτής της επιχείρησης παραμένει αλώβητη από διεκδικήσεις και δεσμεύσεις του ενεργητικού της εκ μέρους των τρίτων πιστωτών της, έτσι ώστε κατά την περάτωση της εκκαθάρισης να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των δικαιούχων από ασφάλιση στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Αυτός όμως ο σκοπός δεν έχει έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία η αξίωση του δικαιούχου αποζημίωσης πηγάζει από αυτοκινητικό ατύχημα αφού εδώ η πληρωμή των εν λόγω αξιώσεων στον δικαιούχο βαρύνει το Επικουρικό Κεφάλαιο και όχι την περιουσία της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης. Αυτό ορίζεται ρητά στο άρθρο 242 παρ. 3 του Ν. 4364/2016, το οποίο εφαρμόζεται για τις εκκαθαρίσεις που επέρχονται μετά την 1-1-2016. Συγκεκριμένα η διάταξη αυτή ορίζει ότι «ο ασφαλιστικός εκκαθαρισής γνωστοποιεί στο Επικουρικό Κεφάλαιο την αναλυτική κατάσταση με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων καθώς και κάθε επικαιροποίηση αυτής. Το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλει αποζημίωση σε κάθε δικαιούχο με βάση την κατάσταση του προηγουμένου εδαφίου και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Ν.Δ. 489/1976. Οι κρίσιμες διατάξεις στις οποίες παραπέμπει η τελευταία αυτή διάταξη είναι εκείνες των άρθρων 18 και 19 παρ. 1 περ. γ΄ αυτού του Ν.Δ. Σύμφωνα με την πρώτη από τις πάρα πάνω διατάξεις οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των ΕΠΥ, δηλαδή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίες τελούν σε καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου. Με τη δεύτερη από τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται η υποχρέωση του Επικουρικού Κεφαλαίου να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν αποζημίωση στην περίπτωση που ο ασφαλιστής αυτός πτώχευσε ή σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης.
Κατά συνέπεια η ερμηνεία την οποία υποστηρίζουμε εναρμονίζεται πλήρως και προς τη βούληση του έλληνα νομοθέτη, όπως αυτή εκφράζεται στο σχετικό τμήμα της αιτιολογικής έκθεσης του πάρα πάνω νόμου.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η πάρα πάνω ρύθμιση δεν αποτελεί απλή πρωτοβουλία του έλληνα νομοθέτη, αλλά την υλοποίηση του γράμματος και του πνεύματος του ενωσιακού νομοθέτη της πάρα πάνω Οδηγίας, όπως θα καταδειχθεί πάρα κάτω στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων μας για τη θεμελίωση της άποψής μας με βάση την τελολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων.
IΙΙ-β. Ποιο είναι το ελληνικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμοστεί στις εκκρεμείς δίκες σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 246 παρ.2 περ. ε΄ του νόμου 2364/2016.
Το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο στο οποίο παραπέμπει η πάρα πάνω διάταξη δεν είναι ασφαλώς οι λοιπές διατάξεις του νόμου 2364/2016,και ειδικώτερα εκείνες του άρθρου 239, στις οποίες κυρίως στηρίχθηκε η κρατούσα νομολογία για να απορρίψει τις σχετικές εφέσεις και αιτήσεις αναιρέσεως, αντίστοιχα, ως απαράδεκτες. Και αυτό διότι αν αυτή ήταν η βούληση του νομοθέτη θα το εδήλωνε ρητά όπως κάνει σε πολλές άλλα σημεία αυτού του νόμου, όπου με σαφήνεια αναφέρονται τα άρθρα αυτού στα οποία γίνεται η σχετική παραπομπή. Ενδεικτικά μνημονεύουμε τη διάταξη του άρθρου 248 παρ.2 όπου με λεπτομερειακή ακρίβεια ορίζονται τα άρθρα και οι διατάξεις αυτού του νόμου στους οποίους παραπέμπει αυτή η διάταξη. Το ποιο είναι λοιπόν το εφαρμοστέο αυτό δίκαιο πρέπει να αναζητηθεί σε άλλους κλάδους του δικαίου και ειδικώτερα στις διατάξεις του Κ.Πολ.Δικ. αφού είναι αναμφισβήτητο ότι η εκκρεμοδικία αποτελεί θεσμό που υπάγεται καθαρά στο αστικό δικονομικό δίκαιο. Κρίσιμες προς τούτο διατάξεις είναι εκείνες των άρθρων 225 παρ.2 και 325 του πάρα πάνω Κώδικα. Άλλωστε η εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Πολ.Δικ. στην διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ρητά προβλέπεται στο άρθρο 235 παρ.3 του νόμου 4364/2016.
Από τις διατάξεις αυτές απορρέει η πάρα κάτω θεμελιώδης αρχή του δικονομικού μας δικαίου, σύμφωνα με την οποία, αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας μεταβιβασθεί το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα δεν επέρχεται καμία μεταβολή στη δίκη, ενώ ο ειδικός διάδοχος έχει το δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση. Αυτό αποτελεί αρχή αναγκαστικού δικαίου με βάση την οποία γίνεται υποχρεωτικά δεκτό ότι, παρά τη μεταβίβαση του επίδικου δικαιώματος και εφόσον έχει αρχίσει η εκκρεμοδικία, η δίκη πρέπει να συνεχισθεί. Ως ειδική διαδοχή θεωρείται και η μεταβίβαση μιας σύνθετης έννομης σχέσης από την οποία απορρέουν τόσο δικαιώματα όσο και υποχρεώσεις, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάζεται η μισθωτική σχέση από τον εκμισθωτή σε τρίτον κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης και ο τελευταίος υπεισέρχεται στη μισθωτική αυτή σχέση ως διάδοχος του μεταβιβάσαντος[5]. Εξάλλου ως ειδική διαδοχή θεωρείται και η διαδοχή στην επίδικη υποχρέωση, όταν αυτή αποτελεί ένα από τα στοιχεία τα οποία συγκροτούν τη σύνθετη αυτή σχέση, όχι μόνο όταν αυτή είναι εκούσια, στηριζόμενη στη δικαιοπρακτική βούληση των διαδίκων, αλλά και όταν αυτή είναι αναγκαστική, όταν δηλαδή γίνεται με πολιτειακή πράξη ή με διάταξη νόμου απευθείας (ex lege). Στην περίπτωση αυτή η δίκη μετά τη μεταβίβαση διεξάγεται όχι κατά των ειδικών διαδόχων, αλλά εναντίον του αρχικού δικαιούχου ή αρχικού υποχρέου, ο οποίος εξακολουθεί να είναι διάδικος, νομιμοποιούμενος προς τούτο[6]. Ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι, σύμφωνα και με το σκεπτικό της τελευταίας απόφασης του Εφετείου Πειραιώς που αναφέρεται στην υποσημείωση 5, η ανάγκη για την διατήρηση των διαδικαστικών πλεονεκτημάτων που αποκτήθηκαν με την έγερση της αγωγής και την προστασία του ενάγοντα, ο οποίος σε κάθε στιγμή της διαδικασίας θα ήταν έρμαιο των διαθέσεων του αντιδίκου του και θα μπορούσε οποτεδήποτε να στερήσει την αγωγή από την παθητική νομιμοποίηση, εκποιώντας το επίδικο αντικείμενο. Σε κάθε περίπτωση ο ειδικός διάδοχος στο δικαίωμα ή στην υποχρέωση δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση, η οποία θα έχει τον χαρακτήρα της πρόσθετης και όχι της κύριας παρέμβασης. Πρέπει να τονισθεί ότι η πάρα πάνω διάταξη τελεί σε λειτουργική ενότητα με τη διάταξη του άρθρου 325 του ΚΠολΔικ η οποία ορίζει ότι το δεδικασμένο ισχύει και έναντι εκείνων που έγιναν ειδικοί διάδοχοι κατά τη διάρκεια της δίκης[7].
Στις εκκαθαρίσεις που επέρχονται από την 1-1-2016 και εφεξής, έχουμε ακριβώς την περίπτωση της μεταβίβασης μιας σύνθετης έννομης σχέσης της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης στο Επικουρικό Κεφάλαιο, κατά την έννοια του άρθρου 225 του ΚΠολΔικ, όπως η έννοια αυτή αναλύθηκε αμέσως πάρα πάνω, η οποία περιλαμβάνει τόσο υποχρεώσεις όσο και δικαιώματα. Συγκεκριμένα με το άρθρο 242 αριθ. 3 εδαφ. α του Ν. 4364/2016 θεσπίζεται η εγγυοδοτική λειτουργία του Ε.Κ. αφού αυτό καταβάλει τις αποζημιώσεις στους δικαιούχους των οποίων οι απαιτήσεις απορρέουν από την ασφάλιση αστικής ευθύνης αυτοκινήτων. Παράλληλα όμως το ΕΚ αντλεί και δικαιώματα υποκαταστάσεως μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που κατέβαλε στις προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 240 του εν λόγω νόμου.
Όταν λοιπόν υπάρχουν εκκρεμείς δίκες σε ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις που επέρχονται μετά την 1-1-2016 οι οποίες αφορούν απαιτήσεις αποζημιώσεως των δικαιούχων και οι οποίες απαιτήσεις έχουν ως γενεσιουργό αιτία τη λειτουργία του αυτοκινήτου, οι δίκες αυτές δεν αναστέλλονται αλλά συνεχίζουν να εκδικάζονται. Στην περίπτωση αυτή η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία εκπροσωπείται πλέον στη δίκη από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή.
Επομένως η βάση του δικανικού συλλογισμού των πάρα πάνω αποφάσεων των Εφετείων και του Αρείου Πάγου δεν εναρμονίζεται, κατά την άποψή μας, προς τη διάταξη του άρθρου 246 παρ. 2 περ. ε΄ και προς τις διατάξεις των άρθρων 225 παρ. 2 και 325 του ΚΠολΔικ, στις οποίες παραπέμπει η πρώτη από αυτές.
ΙΙΙ-γ. H αντίθετη άποψη της Θεωρίας και η Αντίκρουσή της
Από την πλευρά της θεωρίας ασκήθηκε κριτική στην άποψη που υποστηρίζουμε πάρα πάνω, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στον ισχυρισμό ότι η θέση μας αυτή δεν εναρμονίζεται με τις ισχύουσες διατάξεις. Έτσι ο Α.Κρητικός υποστηρίζει στο πάρα πάνω σύγγραμμά του ότι, ενώ αυτή είναι «δικαιοπολιτικώς ορθή», όπως αναφέρεται πάρα πάνω, δεν μπορεί να βρει δογματικό έρεισμα στις διατάξεις που ισχύουν αλλά επιβάλλεται η τροποποίησή τους[8]. Η κριτική αυτού του συγγραφέα επικεντρώνεται στα ακόλουθα σημεία: 1) Ότι ο νόμος δεν κάνει διάκριση μεταξύ εκκρεμών και μη δικών κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος του, αλλά το μόνο κριτήριο είναι η επέλευση της ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως πριν ή μετά την 1-1-2016[9]. Επομένως και στις περιπτώσεις των εκκρεμών δικών εφαρμοστέα είναι, κατά την άποψη αυτού του συγγραφέα, η διάταξη του άρθρου 239 παρ. 3 του Ν. 4364/2016 που επέβαλε την αναστολή των ατομικών διώξεων των δικαιούχων.
Με την άποψη αυτή δεν συμφωνούμε, διότι ο νόμος αυτός περιέχει ειδική ρύθμιση για τις υποθέσεις που ήσαν εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του, όπως αναλυτικά εκτίθεται πάρα πάνω. Συγκεκριμένα ο νομοθέτης αποσπά από το πλάτος της εννοίας του άρθρου 239 τις εκκρεμείς αυτές υποθέσεις και τις υπάγει στην ειδική προς τούτο διάταξη του άρθρου 246 παρ. 2 περ. ε’ με την οποία ορίζεται ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας της εκκαθάρισης στις εκκρεμείς δίκες που έχουν κινήσει οι πιστωτές διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Κατά συνέπεια είναι σαφής η διαφορετική και διακεκριμένη ρύθμιση του νόμου μεταξύ των εκκρεμών και μη εκκρεμών δικών, αφού ο νομοθέτης θέλησε οι μη εκκρεμείς δίκες να διέπονται από το άρθρο 239 του Νόμου, ενώ οι εκκρεμείς από τις διατάξεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου στο οποίο παραπέμπει η δεύτερη από τις πάρα πάνω διατάξεις. Και αυτό ισχύει ανεξαρτήτως από τον χρόνο κατά τον οποίο επήλθε η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, δηλαδή πριν ή μετά την 1-1-2016.
2) Ότι η διάταξη του άρθρου 225 παρ. 2 του ΚΠολΔικ δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση αυτή, διότι η κρατούσα άποψη στη θεωρία αποκρούει τέτοια εφαρμογή επί μεταβιβάσεως υποχρεώσεων.
Όπως αναλυτικά αναπτύσσεται πάρα πάνω στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει διαδοχή του Επικουρικού Κεφαλαίου στις υποχρεώσεις και μόνο της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης αλλά μια σύνθετη σχέση η οποία περιλαμβάνει εκτός από υποχρεώσεις και δικαιώματα τα οποία αποκτά το ΕΚ με βάση τη διάταξη του άρθρου 242 αριθ. 3 του εν λόγω νόμου, και επί της διαδοχής αυτής εφαρμόζεται το άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔικ. Από τις παραπομπές που αναφέρονται στην ανωτέρω θέση προκύπτει ότι η άποψή μας αυτή ακολουθείται ομόφωνα τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία.
3) Ο πάρα πάνω συγγραφέας εκφράζει επίσης την άποψη ότι «ο έχων εις χείρας του τελεσίδικη απόφαση κατά του ασφαλιστού του οποίου ανακλήθηκε οριστικώς η άδεια λειτουργίας δεν μπορεί να την εκτελέσει κατά του ΕΚ αλλά θα αναγγείλει την απαίτησή του αυτή στον εκκαθαριστή, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη του άρθρου 919 αριθ. 1 του ΚΠολΔικ. Ειδικώτερα ο συγγραφέας αυτός υποστηρίζει ότι η διάταξη βάσει της οποίας δημιουργείται δεδικασμένο υπέρ και σε βάρος των διαδόχων του ασφαλιστή, όπως είναι το ΕΚ, είναι η παρ. 4 του άρθρου 25 του ΚΝ 489/1976, η οποία όμως καταργήθηκε με το άρθρο 53 του Ν. 4438/2016. Με την κατάργηση αυτή ήρθη και το θεμέλιο του δεδικασμένου το οποίο αποτελεί και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 919 αρ. 1 του ΚΠολΔικ.
Η θέση που υποστηρίζεται πάρα πάνω θα ήταν, κατά την άποψή μας, ορθή αν επί των εκκρεμών δικών απεκλείετο η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 246 αριθ. 2 εδ. ε΄του Ν. 4364/2016 καθώς επίσης και των προαναφερόμενων διατάξεων του ΚΠολΔικ στις οποίες αυτή παραπέμπει, δηλαδή των άρθρων 225 παρ. 2 και 325 του εν λόγω Κώδικα, και οι οποίες και παρέχουν το νόμιμο έρεισμα επί του οποίου εδράζεται η εφαρμογή του άρθρου 919 αρ. 1.
Αν λοιπόν γίνει δεκτή η εφαρμογή των διατάξεων αυτών, άποψη την οποία υποστηρίζουμε ότι είναι ορθή και ανταποκρίνεται τόσο στο γράμμα όσο και στο πνεύμα του νόμου με βάση την επιχειρηματολογία την οποία εκθέτουμε πάρα πάνω, τότε αναγκαίως θα εφαρμοστεί επί των εκκρεμών δικών η διάταξη του άρθρου 919 αριθ. 1 του ΚΠολΔικ, η εφαρμογή της οποίας έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση τα πρόσωπα εναντίον των οποίων θα γίνει η εκτέλεση να καλύπτονται από το δεδικασμένο.
ΙΙΙ-δ. Η ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας και η τελολογική ερμηνεία
Όπως αναφέρεται πάρα πάνω με τον νόμο 4364/2016 ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25/11/2009 που αφορά την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ, γνωστότερη ως Solvency II). Πρόκειται συγκεκριμένα για τη βασική Οδηγία που θεσπίζει τους θεμελιώδεις κανόνες οι οποίοι διέπουν την εποπτεία των Ασφαλιστικών και των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι πρόκειται για ενσωμάτωση κοινοτικής οδηγίας εισάγει ένα ιδιαίτερο κριτήριο στην ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού του δικαίου, τις οποίες θα εφαρμόσει ο εγχώριος δικαστής κατά την κατάστρωση της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού του, ώστε να καταλήξει σε ορθό συμπέρασμα. Συγκεκριμένα ο εφαρμοστής αυτός του δικαίου οφείλει, προκειμένου να ανεύρει το βαθύτερο νόημα του εφαρμοστέου κανόνα του εσωτερικού του δικαίου, να ανατρέξει και στις διατάξεις της Κοινοτικής Οδηγίας. Την αρχή αυτή έχει χαράξει με αλλεπάλληλες αποφάσεις η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου[10]. Και δεν αρκεί μόνη η προσφυγή στις σχετικές διατάξεις της Κοινοτικής Οδηγίας ,αλλά ο εγχώριος δικαστής θα πρέπει να ανατρέξει και στις συναφείς προς τις διατάξεις αυτές αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας, με τις οποίες φωτίζεται η αληθινή βούληση του ενωσιακού νομοθέτη. Αυτό έχει καταδειχθεί από το γεγονός ότι στο σύνολο των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) όπως παλαιότερα και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(ΔΕΚ), γίνεται αναφορά στις αιτιολογικές αυτές σκέψεις των Προοιμίων των αντιστοίχων Οδηγιών προκειμένου να καταλήξει το Δικαστήριο αυτό σε ορθή ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης με βάση την τελολογική μέθοδο ερμηνείας, η οποία και αποτελεί την βασική ερμηνευτική μέθοδο που πάγια ακολουθείται από το ΔΕΕ και παλαιότερα από το ΔΕΚ, προκειμένου να ανευρεθεί το αληθές νόημα των διατάξεων του Ενωσιακού Δικαίου, επομένως και του εσωτερικού δικαίου με το οποίο ενσωματώνεται η Οδηγία. Η υποχρέωση αυτή του εγχώριου δικαστή απορρέει από το γεγονός ότι αυτός έχει την διφυή υπόσταση τόσο του εθνικού όσο και του ενωσιακού δικαιοδοτικού οργάνου, με υπέρτερη μάλιστα την δεύτερη αυτή ιδιότητα του, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος και ιδιαίτερα την ερμηνευτική δήλωση που υπάρχει κάτω από αυτό το άρθρο[11].
Όπως προκύπτει από το άρθρο 274 της Οδηγίας που αναφέρεται πάρα πάνω, ο ενωσιακός νομοθέτης υπέδειξε στον εθνικό νομοθέτη να καθορίσει με τρόπο ειδικό στο εσωτερικό του δίκαιο κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας το δίκαιο το οποίο θα διέπει όχι μόνο τις διαδικασίες αλλά και τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η τύχη των εκκρεμών δικών, κατά τρόπο σαφή και διακεκριμένο έναντι των λοιπών ρυθμίσεων που προβλέπει ο νόμος. .Στην υπόδειξη αυτή ανταποκρίθηκε ο έλληνας νομοθέτης και θέσπισε την ειδική διάταξη του άρθρου 246 αριθ.2 περ.ε΄ με την οποία ακριβώς ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης στις εκκρεμείς δίκες κατά τρόπο εντελώς διακεκριμένο από τις λοιπές ρυθμίσεις του νόμου 4364 /2016 και ειδικώτερα εκείνες του άρθρου 239. Και η συγκεκριμένη αυτή πρόβλεψη του ενωσιακού νομοθέτη δεν είναι τυχαία. Αντίθετα αυτή αποσκοπεί στο να διασφαλίσει μέσω της ρύθμισης τόσο του ενωσιακού όσο και του εθνικού δικαίου τις πρόνοιες που αυτός έχει κατά νου, ώστε να κατοχυρωθεί η θέση εκείνου ο οποίος έχει απαίτηση κατά της ασφαλιστικής εταιρίας κατά το στάδιο κατά το οποίο αυτή τελεί σε καθεστώς εκκαθάρισης. Το γεγονός αυτό προκύπτει από τις ίδιες τις αιτιολογικές σκέψεις του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας στις οποίες τονίζεται η ανάγκη να παρασχεθεί στον πάρα πάνω δικαιούχο η μεγαλύτερη δυνατή προστασία, η οποία επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σχετική κεφαλαιουχική επάρκεια της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, αλλά παράλληλα και με τη διευκόλυνσή του στην είσπραξη της απαίτησης του κατά το στάδιο της εκκαθάρισης όσο το δυνατόν ταχύτερα και με τρόπο απαλλαγμένο από καθυστερήσεις και περαιτέρω δικαστικές εμπλοκές. Ο κανόνας αυτός απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις 3, 16, 17, 127 και 130 του Προοιμίου όπου με επιμονή, σπάνια για νομικό κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επαναλαμβάνεται η ανάγκη αυτή προστασίας του δικαιούχου για την είσπραξη της απαίτησής του. Ο ενωσιακός νομοθέτης τονίζει ιδιαίτερα και μάλιστα δύο φορές την ανάγκη προστασίας του δικαιούχου για την είσπραξη της απαίτησής του κατά το στάδιο της εκκαθάρισης (Αιτιολογικές σκέψεις 3 και 127). Είναι ενδεικτικό της βούλησης αυτού του νομοθέτη για την αποτελεσματική και ταχεία ικανοποίηση του δικαιούχου αποζημιώσεως ότι με την τελευταία αυτή σκέψη λαμβάνεται πρόνοια ώστε κατά τις διαδικασίες της εκκαθάρισης να χορηγείται δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης όσον αφορά απαίτηση από ασφαλιστικές πράξεις.
Είναι όμως δεδομένο ότι η θέση την οποία υιοθετεί η πάρα πάνω νομολογία των δικαστηρίων της χώρας μας δεν προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία του δικαιούχου αποζημίωσης από αυτοκινητικό ατύχημα, όπως επιτάσσει τόσο ο εθνικός όσο και ο ενωσιακός νομοθέτης. Και αυτό διότι τον αναγκάζει να προβεί σε περαιτέρω δικαστικές ενέργειες με συνέπεια αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και πρόσθετες δαπάνες έως ότου αυτός επιτύχει την είσπραξη της απαίτησής του, όπως αναλυτικά αναπτύσσεται πάρα πάνω στην παράγραφο ΙΙ.
- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Κατά τη γνώμη μας οι θέσεις τις οποίες υιοθέτησε η νομολογία των Εφετείων και του Αρείου Πάγου ως προς την αντιμετώπιση των εκκρεμών δικών που αφορούν τις αξιώσεις των δικαιούχων αποζημιώσεως από τροχαία ατυχήματα, δεν εναρμονίζονται ούτε προς το γράμμα αλλά ούτε και στο πνεύμα των διατάξεων του νόμου 4364/2016, όπως αυτές φωτίζονται τόσο από την αιτιολογική έκθεση αυτού του νόμου όσο και από τις διατάξεις της Κοινοτικής Οδηγίας 2009/138 ΕΚ και τις αιτιολογικές σκέψεις του Προοιμίου αυτής. Η κήρυξη ως απαράδεκτης της συζήτησης των σχετικών ενδίκων μέσων, με βάση το άρθρο 239 παρ. 3 του Νόμου, οδηγεί σε αδικαιολόγητες εμπλοκές, ταλαιπωρίες και δαπάνες τους δικαιούχους αυτών των αξιώσεων χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματική βούληση του νομοθέτη. Πιστεύουμε ότι η συστηματική και τελολογική ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων επιβάλει τη συνέχιση της εκδίκασης των εκκρεμών αυτών υποθέσεων, όπως συνάγεται από την πάρα πάνω ανάλυση.
[1] Αρμ 2017 σελ. 2111
[2] Α.Κρητικός οπ.παρ. σελ. 346
[3] Α.Κρητικός οπ.παρ. σελ. 344-345
[4] Επ.Συγκ.Δικ.2018 σελ.434 κ.επ
[5] ΑΠ 1574/1995, Δ/νη 1997 σελ. 1121, Μιχ.Μαργαρίτης «Ερμηνεία ΚΠολΔικ» άρθρ. 225 και αρθρ. 325 αριθ. 17
[6] ΑΠ 2261/2009 ΧρΙδ 2011 σελ. 118, ΑΠ 371 και 372/1989 Δ 21/564, ΕφΘες 3114/1990 Αρμ 1990 σελ. 1117 κ.επ., ΕφΠειρ 111/1978 Δ 11/48 κ.επ., Ν.Νίκας ΠολΔικ. Τόμος ΙΙ εκδ. 2005 σελ. 244
[7] Β.Βαθροκοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας άρθρο 325 αριθ. 16 σελ. 517, Μιχ.Μαργαρίτης οπ.παρ. άρθρο 325 αριθ. 15 σελ. 567, ο οποίος αναφέρει ως χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας ειδικής διαδοχής και της αντίστοιχης δέσμευσης από το δεδικασμένο την περίπτωση της «οιονεί καθολικής διαδοχής» όπως την χαρακτηρίζει, του Επικουρικού Κεφαλαίου στη θέση των ΑΕΓΑ που πτωχεύουν, Ν.Νίκας οπ.παρ. Τόμος ΙΙ σελ. 242 και 701-706.
[8] Α.Κρητικός οπ.παρ. σελ. 345
[9] Α.Κρητικός οπ.παρ. σελ. 339
[10] Ενδεικτικά βλέπετε Ολομ.Α.Π.10/2013, 11/2013 , και 16/2013 σε Επ.Εμπ.Δ..2013 σελ.587,675 και 578,αντίστοιχα.
[11] Βλέπετε σχετικά σε Β.Χριστιανό. «Εισαγωγή στο Δίκαιο της ΕΕ» εκδ. 2010 σελ. 15-17.