Η αποζημίωση λόγω χρήσεως οικογενειακής στέγης κοινής κυριότητας μετά το διαζύγιο, η αρχή της επιείκειας και το αίσθημα δικαίου του δικαστή
Η αποζημίωση λόγω χρήσεως οικογενειακής στέγης κοινής κυριότητας μετά το διαζύγιο, η αρχή της επιείκειας και το αίσθημα δικαίου του δικαστή
Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η ρύθμιση της χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης, κατόπιν της λύσεως του γάμου με διαζύγιο, θέτει εριζόμενα ερμηνευτικά ζητήματα, τα οποία παρουσιάζουν διαχρονικό, θεωρητικό και πρακτικό, ενδιαφέρον. Μεταξύ αυτών διακρίνεται εναργώς το εγκείμενο στην ενδεχόμενη θεμελίωση υποχρεώσεως του ενός από τους πρώην συζύγους, ο οποίος προβαίνει τότε στην αποκλειστική χρήση του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή τους στέγη, συνεχίζοντας να κατοικεί εκεί, ώστε να καταβάλλει αντάλλαγμα στον άλλον πρώην σύζυγο, όταν τυγχάνουν συγκύριοι αυτού και εξακολουθούν ιδίως να συγκατοικούν εκεί τα ανήλικα τέκνα τους. Αντικείμενο εγγύτερης εξετάσεως αποτελεί λοιπόν εν προκειμένω η προσήκουσα νομική μεταχείριση μιας τέτοιας αξιώσεως, με γνώμονα τη δίκαιη επίλυση των σχετικών διαφορών, μέσω και της παροχής των αναγκαίων μεθοδολογικών εργαλείων, και σκοπό την επίτευξη της συνεπιδιωκόμενης ασφάλειας δικαίου στο ερευνώμενο κανονιστικό πεδίο, που διαπνέεται επίσης από την αρχή της επιείκειας. Η προκατανόηση και η συστηματική επίλυση του αναλυόμενου ζητήματος καθιστούν εντούτοις αναγκαία την προηγούμενη ερμηνευτική προσέγγιση των κανόνων δικαίου του άρθρου 1393 ΑΚ, για τη ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά την προγενέστερη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, που αποτελεί την κύρια δικαιοθετική βάση ως προς τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης (βλ., επιπροσθέτως, ιδίως τα ά. 612§2, 612Α και 1889 του αυτού κώδικα).
Β. Η ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ και η τελολογία της
Ως οικογενειακή στέγη, που συνιστά νομική έννοια, θεωρείται το ακίνητο, το οποίο χρησιμεύει για την κύρια διαμονή των συζύγων και των τέκνων τους, ήτοι αποτελεί τον πραγματικό χώρο, όπου αυτοί ζουν από κοινού το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους (πρβλ. τη δευτερεύουσα διαμονή, π.χ. εξοχική οικία), ανεξαρτήτως από το εάν ανήκει κατά κυριότητα στον έναν εκ των συζύγων, στους δύο από κοινού ή σε τρίτο πρόσωπο[1]. Υπό το καθεστώς της έγγαμης συμβιώσεως, ο καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα συγκατοχής και συγχρήσεως της οικογενειακής στέγης, ανεξαρτήτως των εμπράγματων ή των ενοχικών σχέσεων επ’ αυτής. Το περί ου ο λόγος δικαίωμα πηγάζει από την αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση, δηλαδή την κοινότητα βίου, που παράγεται κατ’ αρχήν από τουλάχιστον υποστατή σύμβαση γάμου και εμπεριέχει κατά κανόνα τη συνοίκηση (ΑΚ 1386)[2]. Συνδέεται ωστόσο άμεσα και με την έτερη αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων, ήτοι της συνεισφοράς τους στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΚ 1389), στην οποία περιλαμβάνεται, inter alia, η αμοιβαία υποχρέωση διατροφής των ίδιων και των τέκνων τους (ΑΚ 1390)[3], που καλύπτει και τις ανάγκες στεγάσεως των μελών της οικογένειας (ΑΚ 1493).
Στην περίπτωση της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως, η οικογενειακή στέγη δεν αποβάλλει την εν θέματι ιδιότητα αυτής και οι σύζυγοι διατηρούν κατ’ αρχήν τα δικαιώματά τους επ’ αυτής, αλλά δύνανται, σύμφωνα με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, να ρυθμίσουν, έναντι της καταβολής ή μη ανταλλάγματος, την κατοχή και τη χρήση της οικογενειακής τους στέγης με συμφωνία αυτών (ΑΚ 361 και 1387§1εδ.α), η οποία είναι άτυπη (ΑΚ 158), οπότε μπορεί να συναφθεί και προφορικώς ή να περιέχεται, μεταξύ άλλων, σε πρακτικό συμβιβασμού ή διαμεσολαβήσεως (ά. 592§3στοιχ.γ, 611, 591§1εδ.α, 214Α επ., 293, 904§2στοιχ.γ,ζ ΚΠολΔ και 8§3 Ν. 4640/2019), ενώ δύναται να συνομολογηθεί και για το χρονικό διάστημα μετά τη λύση του γάμου με διαζύγιο. Το άρθρο 1393 ΑΚ, το οποίο διέπει ειδικώς τη δικαστική ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, συνιστά επομένως, σύμφωνα με την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, ενδοτικό δίκαιο (ius dispositivum, ά. 3 εξ αντιδιαστολής, 174, 178, 179, 180, 281 και 288 ΑΚ)[4].
Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας (λ.χ. ένεκα ακυρότητάς της) ή επί μεταβολής των συνθηκών καταρτίσεως αυτής, το αρμόδιο δικαστήριο διαθέτει, στο πλαίσιο του συζητητικού συστήματος (ΚΠολΔ 106) και κατά τη διακριτική του ευχέρεια, την εξουσία να διατάξει, κατόπιν αντίστοιχης αιτήσεως του ενός από τους συζύγους, την προσωρινή, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 22, 682 επ. και 735), και την οριστική, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ΚΠολΔ 17αρ.2, 22, 215 επ., 591, 592§3στοιχ.γ και 593 επ.), παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσεως ολόκληρης ή τμήματος της οικογενειακής στέγης στον έναν εκ των συζύγων, εφόσον εντούτοις επιβάλλεται τούτο από λόγους επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών εκάστου απ’ αυτούς και του συμφέροντος των ανήλικων τέκνων τους (βλ. και το ά. 1511 ΑΚ)[5], δηλαδή κρίνοντας in concreto (ius aequum), ανεξαρτήτως μάλιστα από το ποιος εκ των συζύγων τυγχάνει κύριος του εν λόγω ακινήτου ή έχει έναντι του κυρίου αυτού το δικαίωμα χρήσεώς του (ΑΚ 1393εδ.α). Η προαναφερθείσα δικαστική απόφαση για την οριστική παραχώρηση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης παράγει, με την τελεσιδικία της, δεδικασμένο (ΚΠολΔ 321 επ.), αλλά τόσο αυτή όσο και η προμνημονευθείσα εκδιδόμενη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, περί της προσωρινής παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης, που εκλύει προσωρινό δεδικασμένο, υπόκεινται σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (π.χ. επί μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως για την επιμέλεια των τέκνων ή μεταθέσεως σε άλλη πόλη) (ά. 1393εδ.α,β ΑΚ, 215 επ., 591 επ., 682 επ., 696§3, 697 και 735 ΚΠολΔ). Η ερμηνευόμενη ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ εφαρμόζεται επίσης αφενός αναλόγως στο σύμφωνο συμβιώσεως (βλ. τη δεύτερη παράγραφο του ά. 5 Ν. 4356/2015, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 1386 επ. ΑΚ, και το ά. 6 Ν. 3719/2008)[6] και αφετέρου αναλογικώς στην ελεύθερη ένωση, εφόσον η τελευταία δημιουργεί κοινότητα βίου και χαρακτηρίζεται από κάποια διάρκεια, που κρίνονται ad hoc[7].
Για την προειρημένη, προσωρινή ή οριστική, δικαστική ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης γίνεται στάθμιση των εκατέρωθεν εννόμων συμφερόντων των συζύγων επί τη βάσει διαφόρων στοιχείων, κινητής κλίμακας κατά την έννοια του Wilburg[8], διά των οποίων συγκεκριμενοποιούνται οι προαναφερθείσες αόριστες νομικές έννοιες των ειδικών συνθηκών εκάστου των συζύγων και του συμφέροντος των τέκνων τους, που εξειδικεύουν τη γενική ρήτρα της επιείκειας (βλ. επιπλέον τα ά. 216, 262§1, 559αρ.1,8,14,19 και 688 ΚΠολΔ). Τέτοια συνεκτιμώμενα αξιολογικά κριτήρια, με παραλλάσσουσα in casu ερμηνευτική βαρύτητα, αποτελούν, inter alia, η σωματική και ψυχική υγεία των συζύγων και των ανήλικων ή ενήλικων τέκνων τους, με τα οποία συγκατοικούν, η οικονομική κατάσταση και οι συνθήκες ζωής και εργασίας των συζύγων, η εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως αυτών (λ.χ. άσκηση ενδοοικογενειακής βίας) και το σχολικό περιβάλλον των τέκνων τους[9]. Στην περίπτωση της παραχωρήσεως από το δικαστήριο της αποκλειστικής χρήσεως της οικογενειακής στέγης στον έναν εκ των συζύγων κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης σχέσεως αυτών ή για μικρότερο χρονικό διάστημα, το οικείο δικαίωμα συγχρήσεως του έτερου συζύγου υποχωρεί συνεπώς, για λόγους επιείκειας, υπέρ κατ’ αρχήν του ασθενέστερου συζύγου, δίχως να επέρχεται μεταβολή των εμπράγματων (π.χ. κυριότητας ή επικαρπίας) ή των ενοχικών (λ.χ. μισθώσεως) σχέσεων επί της οικογενειακής τους στέγης.
Η εν θέματι δικαστική απόφαση παύει κατ’ αρχήν αυτοδικαίως να ισχύει σε περίπτωση αποκαταστάσεως της έγγαμης συμβιώσεως, λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου[10]. Τούτο γίνεται δεκτό και ως προς τη σχετική συμφωνία των συζύγων, η οποία έχει συνομολογηθεί για το χρονικό διάστημα της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως. Αν ωστόσο η προμνημονευθείσα παραχώρηση έχει διαταχθεί μόνο μέσω αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δεν προσδιορίζει τη χρονική διάρκεια της προσωρινής παραχωρήσεως, δεν αποβάλλει τότε αυτοδικαίως την ισχύ της (βλ. όμως και το ά. 281 ΑΚ), αλλά πρέπει κατ’ αρχήν να ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 696-698 ΚΠολΔ, εφόσον η ισχύς αυτής δεν έχει ήδη αρθεί αυτοδικαίως δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 693 του ίδιου κώδικα[11] (πρβλ. το διαφορετικό ασφαλιστικό μέτρο της μετοικήσεως, ά. 735 ΚΠολΔ).
Η προειρημένη ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης ανεξάρτητα από τα εμπράγματα και τα ενοχικά δικαίωμα επ’ αυτής και η εντεύθεν εξουσία του δικαστηρίου να παραχωρήσει, ενόψει των πραναφερθέντων, την αποκλειστική της χρήση κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης σχέσεως σ’ εκείνον από τους συζύγους, ο οποίος δεν είναι αποκλειστικός δικαιούχος των προμνημονευθέντων δικαιωμάτων, και μάλιστα παρά τη βούληση του άλλου συζύγου, που τυγχάνει αποκλειστικός δικαιούχος ή συνδικαιούχος τους, έχουν ως αποτέλεσμα να ανακύπτει, prima facie, ζήτημα αντιθέσεως του άρθρου 1393 ΑΚ στο ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το τελευταίο απολαύει υπερνομοθετικής προστασίας, η οποία περιλαμβάνει τόσο τα εμπράγματα όσο και τα ενοχικά δικαιώματα, αλλά έχει ως όριο την κοινωνική λειτουργία της ιδιοκτησίας (ά. 17 Σ., 17§2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ΧΘΔΕΕ, και 1§1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ)[12]. Στην εν λόγω κοινωνική λειτουργία μπορεί να υπαχθεί η προστασία της οικογένειας (ά. 21 Σ.), στην οποία εμπίπτει η οικογενειακή στέγη, ενώ συμπεριλαμβάνονται οι de facto σχέσεις συμβιώσεως (ά. 33§1 ΧΘΔΕΕ και 8 ΕΣΔΑ) (βλ. επιπροσθέτως τα ά. 25§§1εδ.γ,δ,3 Σ., 52§1 ΧΘΔΕΕ και 17 ΕΣΔΑ, για τη δίκαιη εξισορρόπηση, από τον νομοθέτη και τον δικαστή, των εκατέρωθεν συγκρουόμενων δικαιωμάτων επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας).
Η σύμφωνη με τις προειρημένες διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος ερμηνεία της ρυθμίσεως του άρθρου 1393 ΑΚ, η οποία έχει ως ratio την αμφιμερή προστασία των σταθμιζόμενων in concreto εννόμων συμφερόντων των συζύγων και των τέκνων τους, άγει, κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία και ορθότερη άποψη, στο συμπέρασμα ότι το θεμιτό του προαναφερθέντος περιορισμού της ιδιοκτησίας προσαπαιτεί τη δυνητική και όχι υποχρεωτική καταβολή, από τον προς ον η προμνημονευθείσα δικαστική παραχώρηση της οικογενειακής στέγης σύζυγο στον δικαιούχο των εμπράγματων ή των ενοχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής σύζυγο, εύλογου ανταλλάγματος, επί τη βάσει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως και των προειρημένων αξιολογικών κριτηρίων κινητής κλίμακας[13]. Το εν θέματι εύλογο αντάλλαγμα συνιστά τη θεμελιούμενη στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ αποζημίωση χρήσεως της οικογενειακής στέγης, ένεκα της στερήσεως των ωφελημάτων της (ΑΚ 962) από τον αποκλειστικό δικαιούχο ή συνδικαιούχο των δικαιωμάτων επ’ αυτής σύζυγο κατά τη διάρκεια της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως (επιχ. a fortiori από το ά. 1395 του ίδιου κώδικα), και όχι μίσθωμα (πρβλ. τα ά. 341 και 595 ΑΚ), καθορίζεται, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, από το δικαστήριο, κατά τη διακριτική του ευχέρεια και σύμφωνα με την προαναφερθείσα γενική αρχή της επιείκειας, δύναται ως εκ τούτου να τυγχάνει ίσο ή κατώτερο της εμπορικής μισθωτικής αξίας του επίμαχου ακινήτου ή του ιδανικού μεριδίου του δικαιούχου σ’ αυτό[14], η οποία απλώς συνεκτιμάται με τα προμνημονευθέντα αξιολογικά κριτήρια του άρθρου 1393 ΑΚ, όπως είναι η οικονομική κατάσταση του προς ον η περί ης ο λόγος παραχώρηση συζύγου, και μπορεί να επιδικάζεται αυτοτελώς, μέσω της ίδιας ή μεταγενέστερης αποφάσεως, να μην επιδικάζεται κατ’ εφαρμογήν της αρχής της επιείκειας ή να συνυπολογίζεται ή μη στο ύψος της επιδικαζόμενης υπέρ του προειρημένου συζύγου ή/και των κοινών τέκνων των συζύγων διατροφής[15].
Η έννομη σχέση, η οποία δημιουργείται, μεταξύ των συζύγων, εξαιτίας της προαναφερθείσας, συμβατικής ή δικαστικής, παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης, είναι οικογενειακού δικαίου[16]. Δεν πρόκειται περί (υπο)μισθώσεως ή χρησιδανείου, ήτοι ανάλογα με το εάν οφείλεται ή όχι αντάλλαγμα για την προμνημονευθείσα παραχώρηση. Δεν αποκλείεται ωστόσο, εφόσον δεν αντιβαίνει στον προειρημένο σκοπό της ρυθμίσεως του άρθρου 1393 ΑΚ, η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 574 επ. του ίδιου κώδικα, για τη μίσθωση, και των άρθρων 810 επ. ΑΚ, ως προς το χρησιδάνειο, αντιστοίχως. Δυνάμει της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας (ΑΚ 361 και 1387§1εδ.α), οι σύζυγοι μπορούν μάλιστα να συμφωνήσουν, μεταξύ αυτών, την (υπο)μίσθωση ή το χρησιδάνειο της οικογενειακής τους στέγης προς τον έναν εξ αυτών, είτε κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης σχέσεώς τους είτε για μικρότερο ή μεγαλύτερο (π.χ. και ως προς εκείνο μετά τη λύση του γάμου αυτών με διαζύγιο) χρονικό διάστημα[17].
Η ενοχική αξίωση παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως στρέφεται από τον έναν σύζυγο, που επιδιώκει να παραμείνει ή να επανεγκατασταθεί εκεί και συγκεντρώνει στο πρόσωπο αυτού τις προϋποθέσεις του άρθρου 1393 ΑΚ, εναντίον του έτερου συζύγου, ανεξαρτήτως από το ποιος εξ αυτών τυγχάνει κύριος του εν θέματι ακινήτου ή έχει έναντι του κυρίου του τελευταίου το δικαίωμα χρήσεώς του. Η προαναφερθείσα αξίωση, διά της οποίας προστατεύονται εμμέσως τα μη νομιμοποιούμενα ενεργητικώς τέκνα των προμνημονευθέντων συζύγων (πρβλ. το μη εφαρμοζόμενο εν προκειμένω ά. 612 ΚΠολΔ, για την έκφραση της γνώμης των ανήλικων τέκνων), δηλαδή μόνο μέσω του γονέα εκείνου, με τον οποίο διαμένουν (ά. 56 και 1510 επ. ΑΚ), ασκείται είτε εξωδίκως είτε δικαστικώς, με αίτηση (ΚΠολΔ 686§1) ή ανταίτηση[18] (ΚΠολΔ 686§§1,5) ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 22, 682, 683, 684 επ. και 735, πρβλ. το εν μέρει διαφορετικού περιεχομένου ασφαλιστικό μέτρο της μετοικήσεως[19]) ή αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 696 και 697), επί της οποίας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δύναται να εκδοθεί προσωρινή διαταγή (ΚΠολΔ 691Α), μη υποκείμενη σε τέλος δικαστικού ενσήμου αυτοτελή ή αντίθετη αγωγή ή ανταγωγή κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ά. 1393 ΑΚ, 17αρ.2, 22, 31, 34, 215§1, 216 επ., 246, 268, 591, 592§3στοιχ.γ, 593 επ., 610 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019), που είναι καταψηφιστική, όπως και η δεχόμενη αυτήν απόφαση[20], η οποία μπορεί μάλιστα να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή (ΚΠολΔ 907 και 908§1εδ.α), αλλά και κατά γνήσια αυτοτελή ένσταση (ά. 1393, 991, 1095 ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.β, 338§1, 527 και 591 ΚΠολΔ). Το αρμόδιο δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, με συνέπεια να μην περιορίζεται από το συγκεκριμένο αίτημα του διαδίκου. Η απόφαση περί της προσωρινής ή της οριστικής ρυθμίσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης, που δύναται να καθορίζει τη χρονική διάρκεια της παραχωρήσεως αυτής, υπόκειται σε άμεση αναγκαστική εκτέλεση (ΚΠολΔ 700 επ., 918 επ. και 943), αλλά δεν αποκλείεται σωρευτικώς, κατόπιν σχετικού αιτήματος, η απειλή, διά της προειρημένης αποφάσεως, χρηματικής ποινής και προσωρινής κρατήσεως ως μέτρων έμμεσης αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΚΠολΔ 947), για κάθε περίπτωση που ο προς ον η παραχώρηση σύζυγος θα παρεμποδισθεί στη χρήση της οικογενειακής στέγης από τον αντίδικο σύζυγο[21].
Η αντίθετη ενοχική αξίωση καταβολής της προαναφερθείσας εύλογης αποζημιώσεως χρήσεως της οικογενειακής στέγης διαθέτει, σύμφωνα με την κρατούσα και ορθότερη άποψη[22], διαφορετική φύση από το δικαίωμα διατροφής και τυγχάνει κατ’ αρχήν ανεξάρτητη απ’ αυτό, με το οποίο έχουν εντούτοις διαύλους αλληλεπιδράσεως. Τούτο, δοθέντος ότι ο δικαιούχος της αξιώσεως παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης σύζυγος μπορεί να μην είναι δικαιούχος διατροφής κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, διότι δε συντρέχει ως προς αυτόν η προϋπόθεση της εύλογης αιτίας της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως, τυγχάνει ευπορότερος από τον έτερο σύζυγο ή οι σύζυγοι έχουν ίσες οικονομικές δυνάμεις (ΑΚ 1391). Όταν όμως ο δικαιούχος της προμνημονευθείσας παραχωρήσεως σύζυγος είναι επίσης δικαιούχος καταβολής διατροφής από τον έτερο σύζυγο κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, η προειρημένη παραχώρηση δύναται να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού της προαναφερθείσας οφειλόμενης διατροφής.
Η εν λόγω μείωση συνιστά δυνητική συνεκτίμηση του γεγονότος της παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης στον καθορισμό των οικονομικών δυνάμεων των μερών και του ύψους της διατροφής, η οποία επιδικάζεται υπέρ του προς ον η παραχώρηση συζύγου (ΑΚ 1391-1392) ή/και των κοινών τέκνων των συζύγων (ΑΚ 1485 επ.)[23]. Ο σχετικός ισχυρισμός του υπόχρεου συζύγου αποτελεί την καταχρηστική ένσταση συνυπολογισμού της εμπορικής μισθωτικής αξίας της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης στο ποσό των προμνημονευθεισών οφειλόμενων διατροφών, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1393εδ.α και 1489§2 ΑΚ [βλ. επιπλέον τα ά. 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1, 591§1στοιχ.γ,δ και 527 (ιδίως αρ. 3 περ. α) ΚΠολΔ][24]. Δεν πρόκειται για ένσταση συμψηφισμού (ΑΚ 440 επ.), δοθέντος ότι η αξίωση διατροφής τυγχάνει ακατάσχετη (ΚΠολΔ 982§2στοιχ.γ), με συνέπεια να μην επιτρέπεται συμψηφισμός κατ’ αυτής (ΑΚ 451), εκτός αν προταθεί σε συμψηφισμό από τον δικαιούχο της[25]. Εφόσον λοιπόν τα προειρημένα πραγματικά περιστατικά έχουν εισφερθεί στη δίκη από κάποιον διάδικο, η εν θέματι καταχρηστική ένσταση συνυπολογισμού μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί από τον εναγόμενο πανηγυρικά αίτημα μειώσεως της επιδικαζόμενης διατροφής, αφού θεωρείται ότι αυτό εμπεριέχεται σιωπηρώς, ως έλασσον, στο μείζον αίτημα των προτάσεων του εναγομένου για την απόρριψη της αγωγής κατ’ ουσίαν[26].
Η προαναφερθείσα συνεκτίμηση δε σημαίνει κατ’ ανάγκην την αφαίρεση ολόκληρης, ποσοστού ανά δικαιούχο διατροφής ή μέρους της εμπορικής μισθωτικής αξίας της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης από το ποσό της προμνημονευθείσας επιδικαζόμενης διατροφής, αλλά τον υπολογισμό του διά της λήψεως υπόψη της προειρημένης μισθωτικής αξίας, δίχως μάλιστα να απαιτείται, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, ο προσδιορισμός αυτής στην απόφαση[27]. Το δικαστήριο μπορεί να προβεί στην προαναφερθείσα συνεκτίμηση πραγματικών περιστατικών, ακόμη κι αν έχει παραχωρηθεί άνευ ανταλλάγματος η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης στον έναν εκ των συζύγων[28], δεχόμενο έτσι συγχρόνως την τυχόν προβληθείσα προμνημονευθείσα καταχρηστική ένσταση ως ουσία βάσιμη. Ορθότερο είναι εντούτοις να παρατίθεται, σε κάθε περίπτωση, στην απόφαση της διατροφής η εμπορική μισθωτική αξία της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης, ώστε, inter alia, αν η διατροφή αφορά μόνον τα τέκνα, να δύναται, επί μη παραχωρήσεως χωρίς αντάλλαγμα, ο παραχωρών σύζυγος να απαιτήσει αυτοτελώς από τον έτερο σύζυγο εύλογη αποζημίωση χρήσεως, για ολόκληρη την οικογενειακή στέγη ή το ιδανικό του μερίδιο επ’ αυτής ανάλογα με την κρινόμενη περίπτωση, αλλά μόνον κατά το ποσοστό της οικείας χρήσεως από τον έτερο σύζυγο (λ.χ. του 1/3, όταν ο τελευταίος συγκατοικεί εκεί μαζί με τα δύο κοινά τέκνα των διαδίκων).
Αν ο προειρημένος συνυπολογισμός, έστω και υπό τη μορφή της προαναφερθείσας συνεκτιμήσεως της άνευ ανταλλάγματος παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης στον έναν από τους συζύγους, δε λάβει χώρα κατά τον καθορισμό της προμνημονευθείσας διατροφής, η περί ης ο λόγος αξίωση καταβολής εύλογης αποζημιώσεως χρήσεως δύναται, επί μη παραχωρήσεως δίχως αντάλλαγμα και ως περιεχόμενο της γενικής ρήτρας της επιείκειας[29], να ασκηθεί εξωδίκως ή να επιδικασθεί, είτε μέσω της εγέρσεως αναγνωριστικής (ΚΠολΔ 70) ή υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου καταψηφιστικής (ΚΠολΔ 904§2στοιχ.α, 907 και 908§1εδ.α) αντίθετης αγωγής ή ανταγωγής, κατά την προειρημένη δίκη με αντικείμενο την αξίωση παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης ή/και διατροφής ή σε έτερη οικογενειακή διαφορά, ή με την προβολή γνήσιας αυτοτελούς ενστάσεως από τον (αντ)εναγόμενο σύζυγο, μέσω των προτάσεών του στη δίκη με αντικείμενο την αξίωση του άλλου συζύγου περί της παραχωρήσεως σ’ αυτόν της χρήσεως της οικογενειακής στέγης και τότε για τον χρόνο μόνον από την επίδοση της (αντ)αγωγής και εντεύθεν, (ά. 1393, 249, 321, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 17, 22, 31, 33, 34, 39, 39Α, 70, 215§1, 216 επ., 246, 268, 591, 592§3στοιχ.α,γ,δ, 593 επ., 610 επ., 904 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019), είτε μέσω αυτοτελούς, αναγνωριστικής ή υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου καταψηφιστικής, αγωγής κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ά. 1393εδ.α,β, 249, 321, 340, 345, 346 ΑΚ, 17αρ.2, 22, 33, 70, 215§1, 216 επ., 591, 592§3στοιχ.δ, 593 επ., 610 επ., 904 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019) ή ενστάσεως συμψηφισμού στο πλαίσιο έτερης δίκης (ά. 440 επ., 1393εδ.α ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.β, 338§1, 591§1στοιχ.γ,δ και 527 ΚΠολΔ), είτε, προσωρινώς, με ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων στην αίτηση για την προσωρινή παραχώρηση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης (ά. 1393εδ.α, 249, 340, 345 ΑΚ, 686§§1,5, 691Α, 693, 700 επ., 735, 904§2στοιχ.α,ζ και 951 επ. ΚΠολΔ, πρβλ. τα ά. 728 επ. του ίδιου κώδικα)[30] ή αίτηση μεταρρυθμίσεως της εκδοθείσας επ’ αυτών αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων (ά. 1393εδ.α,β, 249, 340, 345 ΑΚ, 688§2, 691Α, 696, 697, 700 επ., 735, 904§2στοιχ.α,ζ και 951 επ. ΚΠολΔ) (βλ. ωστόσο και τα ά. 704 επ. του ίδιου κώδικα, ως προς την εξασφάλιση της εν θέματι χρηματικής απαιτήσεως). Στην περίπτωση όμως που έχει προηγηθεί ο προαναφερθείς συνυπολογισμός στη διατροφή του συζύγου ή/και των τέκνων, τα προμνημονευθέντα ένδικα βοηθήματα απορρίπτονται κατ’ ουσίαν ως προς το ποσοστό χρήσεως των δικαιούχων διατροφής (π.χ. των 2/3 για τα δύο κοινά τέκνα των διαδίκων), ανεξαρτήτως του αιτούμενου ποσού, αλλά μόνον ως προς το χρονικό διάστημα επιδικάσεως της διατροφής[31]. Ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου συνιστά την καταχρηστική (αντ)ένσταση του επελθόντος συνυπολογισμού της εύλογης αποζημιώσεως χρήσεως της οικογενειακής στέγης στη διατροφή [ά. 1393εδ.α ΑΚ, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1, 591§1στοιχ.γ,δ,στ και 527 (ιδίως αρ. 3 περ. α) ΚΠολΔ], με αποτέλεσμα να μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά του προειρημένου συνυπολογισμού έχουν εισφερθεί στη δίκη από κάποιον διάδικο [βλ. πάντως και τα ά. 321 επ. (ιδίως 324, 330 και 332) ΚΠολΔ, ως προς την ένσταση δεδικασμένου[32]].
Υποστηρίζεται εντούτοις και η αντίθετη άποψη[33], σύμφωνα με την οποία η εν θέματι αποζημίωση χρήσεως συνιστά περιορισμένης εκτάσεως διατροφή σε είδος εκ του νόμου, η οποία πρέπει να συνυπολογίζεται πάντοτε στη διατροφή, που οφείλει ο εμπράγματος ή ενοχικός δικαιούχος ή συνδικαιούχος της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης σύζυγος (ΑΚ 1391-1392 και 1485 επ.). Από την εν λόγω γνώμη γίνεται λοιπόν αντιφατικώς δεκτό ότι εκ του ποσού της οφειλόμενης διατροφής αφαιρείται, κατόπιν αποκλειστικώς της παραδοχής της προαναφερθείσας ενστάσεως συνυπολογισμού, το ποσοστό της πλήρους εμπορικής μισθωτικής αξίας της οικογενειακής στέγης που αντιστοιχεί στον δικαιούχο της διατροφής (λ.χ. 1/3 για έκαστο από τα δύο ανήλικα τέκνα, τα οποία συνεχίζουν, κατά τη διάσταση των γονέων τους, να συγκατοικούν στην οικογενειακή στέγη του πατέρα αυτών μαζί με τη μητέρα τους), ακόμη μάλιστα κι αν η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης έχει παραχωρηθεί, συμβατικώς ή δικαστικώς, από τον υπόχρεο της διατροφής και δικαιούχο ή συνδικαιούχο της οικογενειακής στέγης σύζυγο στον άλλον σύζυγο άνευ ανταλλάγματος[34]. Κατά την ίδια άποψη, τυχόν αυτοτελής ή αντίθετη αγωγή, ανταγωγή, αίτηση ή ανταίτηση για την επιδίκαση της προμνημονευθείσας εύλογης αποζημιώσεως χρήσεως απορρίπτεται, σε κάθε περίπτωση, ως νόμω αβάσιμη[35]. Η συμπερασματική αυτή θέση περιορίζει ωστόσο υπέρμετρα και χωρίς δικαιολογητικό λόγο τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας και παροχής δικαστικής προστασίας του δικαιούχου ή συνδικαιούχου της οικογενειακής στέγης συζύγου (ά. 17 και 20 Σ.), καταργώντας ανεπίτρεπτα την αυτοτέλεια της υπό εξέταση αξιώσεώς του, με συνέπεια να μη δύναται να γίνει δεκτή.
Γ. Η χρονική διάρκεια ισχύος της δικαστικής και της συμβατικής ρυθμίσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης από τον έναν εκ των συζύγων και η αναβίωση των εμπράγματων και των ενοχικών αξιώσεων του δικαιούχου ή συνδικαιούχου αυτής έτερου συζύγου
Όταν ο γάμος είτε λυθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση περί κατ’ αντιδικίαν διαζυγίου (ά. 1438 επ. ΑΚ, 592§1στοιχ.α, 593 και 602 ΚΠολΔ) ή διά συναινετικού διαζυγίου (ΑΚ 1441), είτε ακυρωθεί, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (ά. 1372 επ. ΑΚ, 592§1στοιχ.β, 593 και 602 ΚΠολΔ), η συζυγική σχέση και οι προειρημένες εντεύθεν αμοιβαίες υποχρεώσεις των συζύγων (ΑΚ 1386 επ.) παύουν, με αποτέλεσμα να αποσβήνεται κατ’ αρχήν το δικαίωμα χρήσεως της οικογενειακής στέγης από τον μη δικαιούχο αυτής σύζυγο ως κάτοχο και να αίρεται έτσι αυτοδικαίως η ισχύς της δικαστικής αποφάσεως για την οριστική παραχώρηση σ’ αυτόν της αποκλειστικής χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως. Τούτο, διότι η ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ εφαρμόζεται κατ’ αρχήν, σύμφωνα κυρίως με το γράμμα, την ιστορία και τη συστηματική ένταξη αυτής στις διατάξεις των άρθρων 1391 επ. ΑΚ ως προς τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, μόνον κατά τη διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως, δίχως να περιέχει, ρητή τουλάχιστον, πρόβλεψη για το χρονικό διάστημα μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου[36]. Το ίδιο ισχύει ως προς τη σχετική συμφωνία των πρώην συζύγων, η οποία έχει συνομολογηθεί για το χρονικό διάστημα της διαστάσεως.
Αναβιώνουν ως εκ τούτου τα εμπράγματα ή τα ενοχικά δικαιώματα του αποκλειστικού δικαιούχου ή συνδικαιούχου της οικογενειακής στέγης άλλου συζύγου, οπότε οι σχέσεις των πρώην συζύγων αναφορικά με την κυριότητα, τη νομή και την κατοχή του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή τους στέγη διέπονται πλέον, κατά κανόνα, από τις ρυθμίσεις του εμπράγματου ή του ενοχικού δικαίου, με συνέπεια το εν λόγω ακίνητο να δικαιούται κατ’ αρχήν να χρησιμοποιεί εφεξής αυτός εκ των πρώην συζύγων, ο οποίος διαθέτει αντίστοιχο εμπράγματο (π.χ. κυριότητα ή επικαρπία) ή ενοχικό (λ.χ. από μίσθωση) δικαίωμα[37]. Αν όμως η προμνημονευθείσα παραχώρηση είναι μόνον προσωρινή, έχοντας διαταχθεί μέσω αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δεν προσδιορίζει τη χρονική διάρκεια της προσωρινής παραχωρήσεως, δεν αποβάλλει τότε αυτοδικαίως, όπως έχει ήδη καταδειχθεί[38], την ισχύ της (βλ. εντούτοις και το ά. 281 ΑΚ), αλλά πρέπει προηγουμένως να ανακληθεί, κατόπιν αιτήσεως του προειρημένου πρώην συζύγου, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 696-698 ΚΠολΔ, εφόσον η ισχύς αυτής δεν έχει ήδη αρθεί αυτοδικαίως δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 693 του ίδιου κώδικα.
Ενόψει των προαναφερθέντων, ο πρώην σύζυγος, ο οποίος τυγχάνει εμπράγματος δικαιούχος (π.χ. κύριος ή επικαρπωτής) του εν θέματι ακινήτου, δικαιούται κατ’ αρχήν, ύστερα από τη λύση του γάμου με διαζύγιο, να αξιώσει από τον έτερο πρώην σύζυγο, ακόμη κι αν είχε παραχωρηθεί, δικαστικώς (ΑΚ 1393) ή συμβατικώς (ΑΚ 361 και 1387), στον τελευταίο η αποκλειστική του χρήση κατά τη διάρκεια της διαστάσεως, την απόδοση αυτού. Σε περίπτωση αρνήσεως του προς ον η προμνημονευθείσα αρθείσα παραχώρηση πρώην συζύγου να αποδώσει το περί ου ο λόγος ακίνητο, ο δικαιούχος αυτού πρώην σύζυγος προστατεύεται διά της ασκήσεως, κατά την τακτική διαδικασία και με την καταβολή του ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου (ά. 7 επ., 12 επ., 16αρ.12, 29, 215 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019), της εμπράγματης διεκδικητικής αγωγής (ά. 1094, 1173 ΑΚ, 220 ΚΠολΔ και 5 Ν. 2308/1995, βλ., επιπροσθέτως, τα ά. 70, 220 ΚΠολΔ και 5 Ν. 2308/1995, περί της μη υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας, της επικαρπίας, της νομής και της κατοχής ακινήτου), της αγωγής αποβολής από τη νομή και την κατοχή, ένεκα της αντιποιήσεώς τους από τον έτερο πρώην σύζυγο (ά. 947§1, 948εδ.α, 974, 984, 987, 996, 998 ΑΚ και 220 ΚΠολΔ), της ενοχικής αγωγής από αδικοπραξία (ά. 914 επ., 973, 974, 996, 999, 1000, 1142, 330, 297εδ.β ΑΚ και 220 ΚΠολΔ, in natura αποζημίωση) ή της ενοχικής αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού (ά. 904 επ. ΑΚ και 220 ΚΠολΔ, condictio possessionis ob causam finitam), που συρρέουν (βλ. επίσης τα ά. 218 και 219 ΚΠολΔ), αλλά και της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής και κατοχής (ΚΠολΔ 733-734)[39]. Το δικαίωμα του καθ’ ου πρώην συζύγου, προς κατοχή του επίμαχου ακινήτου σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ, αποσβήνεται κατ’ αρχήν, οπότε δεν μπορεί να αντιταχθεί στον ενάγοντα ή αιτούντα πρώην σύζυγο (πρβλ. τα ά. 991 και 1095 ΑΚ). Αν ωστόσο η οικογενειακή στέγη είχε παραχωρηθεί στον μη δικαιούχο αυτής σύζυγο μέσω αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δεν προσδιόριζε τη χρονική διάρκεια της προσωρινής παραχωρήσεως, ο δικαιούχος του εν θέματι ακινήτου σύζυγος δύναται, κατόπιν της λύσεως του γάμου με διαζύγιο, να το αναλάβει, εφόσον έχει προηγουμένως ζητήσει και πετύχει την ανάκληση του προειρημένου εν ισχύι ασφαλιστικού μέτρου[40].
Όταν ο ένας εκ των πρώην συζύγων εξακολουθεί να κατοικεί, μαζί ή όχι με τα τέκνα τους, στο ακίνητο που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη αυτών ή γενικότερα να προβαίνει στην αποκλειστική του χρήση άνευ δικαιώματος, ο δικαιούχος του επίμαχου ακινήτου πρώην σύζυγος μπορεί, κατά κανόνα, να απαιτήσει απ’ αυτόν σωρευτικώς, εκτός της προαναφερθείσας αποδόσεως του ακινήτου, αποζημίωση χρήσεως εξαιτίας της στερήσεως των ωφελημάτων του (ΑΚ 962). Η εν λόγω ενοχική αξίωση ερείδεται στις διατάξεις για την ευθύνη ως προς τα ωφελήματα του πράγματος (ΑΚ 1096 επ.)[41], τις αδικοπραξίες (ΑΚ 297εδ.α, 330, 914 επ., 987εδ.β, 1000 και 1142) ή τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.)[42]. Πρόκειται λοιπόν περί συρροής νομίμων βάσιμων μίας πολλαπλώς θεμελιωμένης αξιώσεως (βλ. επιπροσθέτως τα ά. 340, 345, 346, 440 επ. ΑΚ, 7 επ., 12 επ., 22, 31, 35, 215 επ. και 704 επ. ΚΠολΔ). Το αντικείμενο αυτής συνίσταται κατ’ αρχήν στο όφελος του χρησάμενου συζύγου, ήτοι στην εμπορική μισθωτική αξία του προμνημονευθέντος ακινήτου κατά τον χρόνο της προειρημένης αποκλειστικής χρήσεώς του από τον μη δικαιούχο αυτού πρώην σύζυγο[43].
Στην περίπτωση που το εν θέματι ακίνητο ανήκει εξ αδιαιρέτου (λ.χ. κατά συγκυριότητα, συνεπικαρπία, συννομή ή συγκατοχή) σε αμφότερους τους πρώην συζύγους, εκείνος που δεν είχε μέχρι τούδε τη χρήση του δύναται εν πρώτοις να ασκήσει, ως συγκύριος, συνεπικαρπωτής, (οιονεί) συννομέας ή/και (οιονεί) συγκάτοχος, εναντίον του έτερου πρώην συζύγου, συγκυρίου, συνεπικαρπωτή, (οιονεί) συννομέα ή/και (οιονεί) συγκατόχου, ο οποίος συνεχίζει όμως να προβαίνει στην αποκλειστική χρήση αυτού χωρίς τη συναίνεση του συγκοινωνού, τα προμνημονευθέντα ένδικα βοηθήματα του εμπράγματου και του ενοχικού δικαίου αναφορικά με το ιδανικό του μερίδιο (ΑΚ 787, πρβλ. το ά. 994 του ίδιου κώδικα). Προστατεύεται επιπλέον μέσω των διατάξεων των άρθρων 785 επ. (σε συνδ. με το ά. 1113) ΑΚ, για την κοινωνία δικαιώματος ως εξωδικαιοπρακτική ενοχική σχέση.
Δικαιούται ως εκ τούτου να ζητήσει, κατά την τακτική διαδικασία, από το αρμόδιο δικαστήριο τον κανονισμό της διοικήσεως και της χρήσεως του περί ου ο λόγος κοινού ακινήτου διά της εκδόσεως διαπλαστικής-καταψηφιστικής αποφάσεως (ά. 790 ΑΚ, 18, 22, 71, 215 επ., 682 επ., 731-732Α, 904 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019)[44] ή, ως συγκύριος, τη διανομή αυτού (ά. 798 επ. ΑΚ, 7 επ., 12 επ., 29, 31, 215 επ., 478 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019)[45], αλλά και την τυχόν σωρευόμενη στο ίδιο δικόγραφο προειρημένη αποζημίωση χρήσεως, που αντιστοιχεί στο ιδανικό του μερίδιο (βλ. επιπροσθέτως τα ά. 31 και 218 ΚΠολΔ). Η τελευταία στηρίζεται εν προκειμένω, πέραν των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 904 επ., 914 επ. και 1096 επ. ΑΚ, στη συρρέουσα μ’ αυτές νομική βάση του άρθρου 786 (σε συνδ. με τα ά. 792§2 και 962) του ίδιου κώδικα, ακόμη κι αν έχει γίνει ήδη ρύθμιση της χρήσεως του επίμαχου κοινού ακινήτου με συμφωνία των κοινωνών (ΑΚ 361 και 788) ή, επί ανυπαρξίας ή ακυρότητας τέτοιας ή μεταβολής των συνθηκών, μέσω δικαστικής αποφάσεως (ΑΚ 790)[46]. Το δικαστήριο μπορεί πάντως, δυνάμει του άρθρου 790 ΚΠολΔ, να ρυθμίσει τη χρήση του κοινού με οποιονδήποτε προσήκοντα τρόπο, ώστε αυτή να περιέλθει ακόμη και στον έναν μόνον από τους συγκοινωνούς ως προς ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα (αντί π.χ. της εκ περιτροπής αποκλειστικής χρήσεως), αλλά και να επιβάλει συγχρόνως, έστω και αυτεπαγγέλτως, σ’ αυτόν την καταβολή της προειρημένης αποζημιώσεως χρήσεως για τον χρόνο από την επίδοση της αγωγής και εντεύθεν (βλ. και το ά. 341 ΑΚ), διότι δε δεσμεύεται από τα αιτήματα των διαδίκων ως προς τη ρύθμιση της χρήσεως του κοινού[47].
Ο σύζυγος μισθωτής έχει άλλωστε, κατόπιν της λύσεως του γάμου με διαζύγιο, το δικαίωμα να ζητήσει από τον έτερο σύζυγο, στον οποίο είχε παραχωρηθεί, δικαστικώς ή συμβατικώς, η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης κατά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσεως, την απόδοση του εν θέματι ακινήτου, δοθέντος ότι η μίσθωσή του δε λήγει εξ αυτού του λόγου. Αν ο άλλος σύζυγος αρνείται ή δυστροπεί, ο σύζυγος μισθωτής προστατεύεται διά της ασκήσεως, κατά την τακτική διαδικασία και με την καταβολή του ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου (ά. 7 επ., 12 επ., 16αρ.12, 29, 215 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019), της αγωγής αποβολής από την κατοχή, ένεκα της αντιποιήσεώς της από τον έτερο πρώην σύζυγο (ΑΚ 947§1, 948εδ.α, 974, 984, 987 και 998, βλ. επιπλέον το ά. 70 ΚΠολΔ, περί της μη υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου αναγνωριστικής αγωγής της κατοχής), της ενοχικής αγωγής από αδικοπραξία (ΑΚ 914 επ., 974, 330 και 297εδ.β, in natura αποζημίωση) ή της ενοχικής αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ., condictio possessionis ob causam finitam), που συρρέουν (βλ. επιπροσθέτως τα ά. 218 και 219 ΚΠολΔ), αλλά και της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων κατοχής (ΚΠολΔ 733-734). Δικαιούται σωρευτικώς να αξιώσει, κατά την τακτική διαδικασία, την προμνημονευθείσα αποζημίωση χρήσεως, η οποία ερείδεται στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (ΑΚ 297εδ.α, 330, 914 επ., 962, 987εδ.β και 998) ή τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.), εγκείμενη στην εμπορική μισθωτική αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο της προειρημένης αποκλειστικής χρήσεώς του από τον μη δικαιούχο αυτού πρώην σύζυγο (βλ. επίσης τα ά. 31 και 218 ΚΠολΔ). Τυχόν εξακολούθηση της παραχωρήσεως της χρήσεως του μισθίου στον έτερο πρώην σύζυγο θα κριθεί, έναντι του εκμισθωτή, με βάση τη ρύθμιση του άρθρου 593 ΑΚ. Αν ο σύζυγος μισθωτής δε διαθέτει, σύμφωνα με τη σύμβαση μισθώσεως, το δικαίωμα να παραχωρήσει τη χρήση του μισθίου σε άλλον, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση λόγω κακής χρήσεως του μισθίου (ΑΚ 594), με συνέπεια η αγωγή αποδόσεώς του να μπορεί να ασκηθεί από τον εκμισθωτή εναντίον του συζύγου μισθωτή, του συζύγου κατόχου ή αμφοτέρων ως αναγκαίων ομοδίκων (ά. 599§2 ΑΚ, 76§1περ.β και 616 ΚΠολΔ, actio in rem scripta)[48].
Περαιτέρω, η εκ μέρους του δικαιούχου ή συνδικαιούχου της οικογενειακής στέγης πρώην συζύγου συνέχιση, ύστερα από το διαζύγιο, της παραχωρήσεως της χρήσεώς της στον έτερο πρώην σύζυγο, έναντι της καταβολής ή μη από τον τελευταίο του ανταλλάγματος που τυχόν καθορίσθηκε μέσω της προηγηθείσας δικαστικής αποφάσεως κατ’ άρθρο 1393 ΑΚ ή συμφωνίας των συζύγων κατά τη διάρκεια της διαστάσεως, δύναται να αποτελέσει σιωπηρώς καταρτιζόμενη (ΑΚ 173 και 200) σύμβαση (υπο)μισθώσεως ή χρησιδανείου αντιστοίχως και δη αορίστου χρόνου, οπότε εφαρμόζονται σ’ αυτήν οι διατάξεις των ΑΚ 574 επ. ή 810 επ. αντιστοίχως[49]. Δεν αποκλείεται μάλιστα η προμνημονευθείσα άτυπη σύμβαση (υπο)μισθώσεως ή χρησιδανείου να συναφθεί ρητώς μεταξύ των πρώην συζύγων, εγγράφως ή προφορικώς και για ορισμένο ή αόριστο χρόνο (ΑΚ 158 και 361)[50].
Δ. Η αξίωση αποζημιώσεως λόγω χρήσεως, από τον έναν εκ των συζύγων του κοινού μεταξύ αυτών ακινήτου της οικογενειακής στέγης μετά το διαζύγιο, από τη σκοπιά του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου
Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 786 ΑΚ, η οποία τυγχάνει, δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 1113 του ίδιου Κώδικα, εφαρμογής και στην περίπτωση που ένα πράγμα, όπως είναι η πρώην οικογενειακή στέγη ή άλλο ακίνητο, ανήκει, κατά κυριότητα, επικαρπία, (οιονεί) νομή και (οιονεί) κατοχή, σε περισσότερους κατ’ ιδανικά μέρη, όπως είναι οι πρώην σύζυγοι (π.χ. κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου εκάστου απ’ αυτούς), κάθε συγκοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου. Από την τελολογική ερμηνεία της ρυθμίσεως του άρθρου 786 ΑΚ και τη συστηματική της ένταξη στις διατάξεις περί της κοινωνίας δικαιώματος, συνάγεται ότι ως καρποί του κοινού πράγματος νοούνται όχι μόνον οι κατ’ άρθρο 961 του ίδιου κώδικα φυσικοί και πολιτικοί καρποί αυτού, αλλά και οποιοδήποτε όφελος παρέχει η χρήση του (ΑΚ 962)[51].
Διά της ρυθμίσεως του άρθρου 787 ΑΚ ορίζεται εξάλλου ότι έκαστος συγκοινωνός δικαιούται να προβαίνει στη χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών. Από τον συνδυασμό των προειρημένων διατάξεων και εκείνης του άρθρου 792§2 του ίδιου κώδικα, μέσω της οποίας προβλέπεται ότι το δικαίωμα του καθενός συγκοινωνού για την αναλογία του στα ωφελήματα εκ του κοινού αντικειμένου δεν υπόκειται, δίχως τη συναίνεση αυτού, σε μείωση, προκύπτει ότι, αν το κοινό πράγμα χρησιμοποιείται αποκλειστικώς από έναν κοινωνό χωρίς τη συναίνεση του έτερου κοινωνού, ο τελευταίος έχει εναντίον του προαναφερθέντος συγκοινωνού αξίωση προς απόδοση της μερίδας του από το όφελος, το οποίο αποκόμισε διά της προμνημονευθείσας αποκλειστικής χρήσεως και συνίσταται, σε περίπτωση αστικού ακινήτου προορισμένου από την κατασκευή αυτού για κατοικία, στην κατά τον χρόνο της προειρημένης αποκλειστικής χρήσεώς του εμπορική μισθωτική αξία της μερίδας του εκτός χρήσεως συγκοινωνού, που δεν αποτελεί εντούτοις μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά ωφέλεια αποδοτέα ως αποζημίωση χρήσεως[52]. Ο τρόπος, με τον οποίο ο συγκοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικώς για λογαριασμό αυτού το κοινό πράγμα, τυγχάνει κατ’ αρχήν αδιάφορος, οπότε μπορεί να το έχει εκμισθώσει, να έχει χρησιδανείσει αυτό σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή είτε μόνον αυτός ή μέσω και τρίτων προσώπων (λ.χ. των κοινών τέκνων των συγκοινωνών πρώην συζύγων, με τα οποία εξακολουθεί κατόπιν του διαζυγίου να συγκατοικεί εκεί, δίχως αυτά να νομιμοποιούνται παθητικώς[53]), είτε διατηρώντας αυτό κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον αποκλείει έτσι τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος διαθέτει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευθεί κατά την κρίση και το συμφέρον αυτού[54].
Η εν θέματι ενοχική αξίωση του συγκοινωνού, που δεν προέβη στη χρήση του κοινού ακινήτου, στρέφεται εναντίον του έτερου συγκοινωνού, ο οποίος το χρησιμοποίησε αποκλειστικώς, προς ίδιον λογαριασμό και άνευ της συναινέσεως του συγκοινωνού του, και θεμελιώνεται ανεξαρτήτως κατ’ αρχήν από το εάν ο πρώτος εξ αυτών όχλησε τον δεύτερο κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας αποκλειστικής χρήσεως (πρβλ. το ά. 1498 ΑΚ) και γενικότερα προέβαλε ή όχι αξίωση για σύγχρηση του κοινού (π.χ. ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εκμισθώσεως αυτού), διότι αρκεί ότι ο τελευταίος προέβη στην αποκλειστική του χρήση[55]. Η διάταξη του άρθρου 786 ΑΚ είναι ωστόσο ενδοτικού δικαίου, με αποτέλεσμα οι κοινωνοί να επιτρέπεται να ρυθμίσουν διαφορετικά την αναλογία συμμετοχής εκάστου απ’ αυτούς στους καρπούς και στα ωφελήματα του κοινού (βλ. όμως, ως όριο, τα ά. 174, 178, 179, 180, 281 και 288 του ίδιου κώδικα)[56].
Η αυθαίρετη στέρηση του δικαιώματος χρήσεως του κοινού ακινήτου από έτερο κοινωνό συνιστά άλλωστε παράνομη παρεμπόδιση ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος και παρέχει στον κοινωνό που στερήθηκε τη χρήση, εκτός από την αγωγή για παράλειψη, δικαίωμα αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, η οποία συμπεριλαμβάνει την προμνημονευθείσα αποζημίωση χρήσεως (ά. 297 και 298 του ίδιου κώδικα, βλ. πάντως και το ά. 932 ΑΚ, ως προς τη συρρέουσα σωρευτικώς αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης συνεπεία της αδικοπραξίας)[57]. Θεμελιώνεται επίσης ευθύνη του κοινωνού, ο οποίος χρησιμοποίησε αποκλειστικώς το κοινό, για ίδιον λογαριασμό και χωρίς τη συναίνεση του συγκοινωνού, προς απόδοση στον τελευταίο των ωφελημάτων που αντιστοιχούν στη μερίδα αυτού (ΑΚ 1096 επ.)[58]. Άρα, η εν θέματι ενοχική αξίωση αποζημιώσεως λόγω χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης, η οποία γεννάται, ύστερα από τη λύση του γάμου με διαζύγιο, στο πρόσωπο του συνδικαιούχου του περί ου ο λόγος ακινήτου πρώην συζύγου, που δεν προβαίνει στη χρήση αυτού, εναντίον του έτερου συνδικαιούχου πρώην συζύγου, που προβαίνει στην αποκλειστική του χρήση, για ίδιον λογαριασμό και άνευ της συναινέσεως του συγκοινωνού του, κατοικώντας επί παραδείγματι εκεί μαζί με τα κοινά, ανήλικα ή ενήλικα, τέκνα τους, στηρίζεται στις ρυθμίσεις των άρθρων 786, 904 επ., 914 επ. και 1096 επ. ΑΚ, οι οποίες αποτελούν συρρέουσες νομικές βάσεις της ίδιας πολλαπλώς θεμελιωμένης αξιώσεως, και έχει διαφορετική φύση από το δικαίωμα διατροφής.
Όσον αφορά τη δικονομική μεταχείριση της συρροής νομίμων βάσεων, δεν υπάρχει αντικειμενική σώρευση αγωγών (ά. 218 ΚΠολΔ), όταν ο ενάγων θεμελιώνει την αξίωσή του σε ορισμένες ή στο σύνολο των συρρεουσών νομικών βάσεων, αλλά μία αγωγή. Είναι εντούτοις δυνατή η επικουρική σώρευση των νομίμων βάσεων (ά. 219 ΚΠολΔ)[59].
Η προειρημένη αξίωση καταβολής αποζημιώσεως χρήσεως μπορεί να ασκηθεί εξωδίκως ή να επιδικασθεί, είτε διά της εγέρσεως, αναγνωριστικής (ΚΠολΔ 70) ή υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου καταψηφιστικής (ΚΠολΔ 904§2στοιχ.α, 907 και 908§1εδ.α), αυτοτελούς ή αντίθετης αγωγής ή ανταγωγής, που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και δύναται να σωρευθεί στο ίδιο δικόγραφο με την εμπράγματη ή ενοχική αξίωση αποδόσεως της πρώην οικογενειακής στέγης ή του ιδανικού μεριδίου του (αντ)ενάγοντος επ’ αυτής (ά. 340, 345, 346 ΑΚ, 7 επ., 12 επ., 22, 31, 34, 35, 215 επ., 238, 246, 268, 904 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019, πρβλ. το ά. 592§3στοιχ.α ΚΠολΔ), είτε μέσω της προτάσεως γνήσιας αυτοτελούς ενστάσεως στη δίκη του άρθρου 790 ΑΚ και δη για τον χρόνο μόνον από την επίδοση της (αντ)αγωγής και εντεύθεν (ά. 341 ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.β, 338§1 και 527 ΚΠολΔ)[60], είτε διά της προβολής ενστάσεως συμψηφισμού (ά. 440 επ. ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.β, 338§1, 527 και 591 ΚΠολΔ)[61], αλλά όχι με αίτηση ή ανταίτηση ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 728)[62] (βλ. ωστόσο τα ά. 704 επ. του ίδιου κώδικα, ως προς την εξασφάλιση της εν θέματι χρηματικής απαιτήσεως). Για το ορισμένο των προαναφερθέντων ένδικων βοηθημάτων πρέπει να προσδιορίζονται, στο εισαγωγικό δικόγραφο (ά. 216 και 688§1 ΚΠολΔ) ή στις προτάσεις (ά. 262§1 του ίδιου κώδικα) αντιστοίχως, το κοινό ακίνητο της πρώην οικογενειακής στέγης, η μερίδα του ενάγοντος, αντενάγοντος ή ενιστάμενου κοινωνού πρώην συζύγου σ’ αυτό, το γεγονός ότι ο εναγόμενος, αντεναγόμενος ή καθ’ ου η ένσταση συγκοινωνός έτερος πρώην σύζυγος προέβη στην αποκλειστική χρήση της πρώην οικογενειακής στέγης κατά τον επίμαχο χρόνο κατόπιν της λύσεως του γάμου με διαζύγιο καθώς και το εντεύθεν όφελος του εναγόμενου, αντεναγόμενου ή καθ’ ου η ένσταση πρώην συζύγου, το οποίο έγκειται στην κατά τον χρόνο της προμνημονευθείσας αποκλειστικής χρήσεως του επίμαχου κοινού ακινήτου εμπορική μισθωτική αξία της μερίδας του εκτός χρήσεως συγκοινωνού πρώην συζύγου[63]. Όσον αφορά ειδικώς την κατ’ ένσταση άσκηση, δεν απαιτείται όμως να παρατίθενται στις προτάσεις του ενισταμένου όσα εξ αυτών των πραγματικών περιστατικών περιλαμβάνονται ήδη στην (αντ)αγωγή. Το (αντ)αγωγικό αίτημα και εκείνο της προαναφερθείσας γνήσιας αυτοτελούς ενστάσεως συνίστανται στην καταβολή του προειρημένου ποσού ως αποδοτέας ωφέλειας, ενώ το αίτημα της ενστάσεως συμψηφισμού έγκειται στην απόρριψη της (αντ)αγωγής κατ’ ουσίαν ένεκα της αποσβέσεως της ένδικης απαιτήσεως, ως προς το ποσό που αυτή καλύπτεται από την προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση αποζημιώσεως λόγω χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης.
Στην περίπτωση ωστόσο που έχει προηγηθεί ο συνυπολογισμός της προαναφερθείσας αποζημιώσεως χρήσεως στη διατροφή του πρώην συζύγου (ΑΚ 1442 επ.) ή/και των κοινών τέκνων (ΑΚ 1485 επ.) (βλ. επιπροσθέτως τα ά. 17αρ.2, 22, 39Α, 591, 592§3στοιχ.α και 593 επ. ΚΠολΔ, πρβλ. τα ά. 440 επ. ΑΚ), που συνεχίζουν μετά το διαζύγιο να συγκατοικούν στην πρώην οικογενειακή στέγη των διαδίκων πρώην συζύγων και συνδικαιούχων της, ήτοι έχει γίνει δεκτή, στο πλαίσιο της δίκης επί των προμνημονευθεισών αξιώσεων διατροφής, η καταχρηστική ένσταση συνυπολογισμού της εμπορικής μισθωτικής αξίας της μερίδας του εκτός χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης εναγόμενου πρώην συζύγου και συνδικαιούχου της στο ποσό των προειρημένων οφειλόμενων διατροφών [βλ. επιπλέον τα ά. 1489§2 ΑΚ, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1, 591§1στοιχ.γ,δ και 527 (ιδίως αρ. 3 περ. α) ΚΠολΔ], τα προαναφερθέντα ένδικα βοηθήματα, δηλαδή η (αντ)αγωγή, η γνήσια αυτοτελής ένσταση και η ένσταση συμψηφισμού της αποζημιώσεως λόγω χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης, απορρίπτονται κατ’ ουσίαν ως προς το ποσοστό χρήσεως των δικαιούχων διατροφής (λ.χ. των 2/3 για τα μη νομιμοποιούμενα παθητικώς δύο κοινά τέκνα των διαδίκων), ανεξαρτήτως του αιτούμενου ποσού, αλλά μόνον ως προς το χρονικό διάστημα επιδικάσεως της διατροφής. Ο σχετικός ισχυρισμός του (αντ)εναγομένου ή καθ’ ου οι προμνημονευθείσες ενστάσεις συνιστά, στο πλαίσιο της δίκης με αντικείμενο την αξίωση αποζημιώσεως λόγω χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης, την προπεριγραφείσα[64] καταχρηστική (αντ)ένσταση του επελθόντος συνυπολογισμού αυτής στην προειρημένη διατροφή [ά. 1442 επ., 1485 επ. ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1 και 527 (ιδίως αρ. 3 περ. α) ΚΠολΔ], με συνέπεια να μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά του προμνημονευθέντος συνυπολογισμού έχουν εισφερθεί στη δίκη από κάποιον διάδικο[65] [βλ. πάντως και τα ά. 321 επ. (ιδίως 324, 330 και 332) ΚΠολΔ, ως προς την ένσταση δεδικασμένου[66]].
Η εν θέματι αξίωση αποζημιώσεως χρήσεως εκτείνεται, ενόψει των προειρημένων, στο χρονικό διάστημα της προμνημονευθείσας αποκλειστικής χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης από τον έναν εκ των πρώην συζύγων και συνδικαιούχων της, έχοντας ως αφετηρία τη λύση του γάμου αυτών. Μπορεί εξάλλου να επιδικασθεί και ως μέλλουσα ζημία (ά. 106 και 69§1στοιχ.ε ΚΠολΔ), δηλαδή όχι μόνον έως τον χρόνο εγέρσεως της (αντ)αγωγής, εφόσον όμως είναι δυνατός εκ των προτέρων, ήτοι κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, ο προσδιορισμός της κατά χρονικές περιόδους (λ.χ. ανά μήνα, βλ. τότε και το ά. 341 ΑΚ). Τέτοια μέλλουσα ζημία επιδικάζεται, όταν έχουν συντελεσθεί όλα τα δικαιοπαραγωγικά γεγονότα της ενοχής προς αποζημίωση, δηλαδή συντρέχουν οι όροι γεννήσεως του σχετικού ενοχικού δικαιώματος, και έχει αρχίσει η επέλευση της εντεύθεν ζημίας, αλλά η έκταση αυτής κατά ποσό ανάγεται σε μέλλοντα χρόνο (πρβλ. το ά. 298εδ.β ΑΚ)[67]. Σε διαφορετική περίπτωση, η (αντ)αγωγή ή η ένσταση απορρίπτεται, ως προς το κονδύλιο της μη δυνάμενης να προσδιορισθεί εκ των προτέρων μέλλουσας ζημίας, ήτοι για το χρονικό διάστημα ύστερα από τη συζήτηση της (αντ)αγωγής, κατ’ ουσίαν ως προώρως ασκηθείσα εν όλω ή εν μέρει, οπότε ο ενάγων μπορεί να επανέλθει, γι’ αυτό, με νέα αγωγή.
Η εξεταζόμενη αξίωση αποζημιώσεως χρήσεως υπόκειται κατ’ αρχήν, ελλείψει ειδικότερης διατάξεως, στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή (ΑΚ 247 και 249)[68] (πρβλ. τα ά. 248, 250αρ.17[69] και 937 του ίδιου κώδικα). Τα προαναφερθέντα ισχύουν επίσης στην περίπτωση της ακυρώσεως ή της λύσεως του συμφώνου συμβιώσεως (ά. 3, 7, 62 Ν. 4356/2015, 3 και 4 Ν. 3719/2008) ή της λύσεως της χαρακτηριζόμενης από κοινότητα βίου και κάποια διάρκεια ελεύθερης ενώσεως, όταν ο ένας των πρώην συντρόφων προβαίνει έκτοτε στην αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου αυτών που χρησίμευε ως οικογενειακή τους στέγη.
Ε. Η άμυνα κατά της αξιώσεως αποζημιώσεως λόγω χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης
Για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της (αντ)αγωγής, της γνήσιας αυτοτελούς ενστάσεως ή της ενστάσεως συμψηφισμού, διά της οποίας ασκείται η εν θέματι αξίωση αποζημιώσεως λόγω της αποκλειστικής χρήσεως από τον έναν εκ των συζύγων της οικογενειακής στέγης κατόπιν του διαζυγίου, μπορεί εν πρώτοις να προταθούν από τον αντίδικο πρώην σύζυγο, που προβαίνει στην αποκλειστική χρήση αυτής, οι (αντ)ενστάσεις, μεταξύ άλλων (βλ. π.χ. την ένσταση παραγραφής, ΑΚ 251 επ. και 277), αφενός της χρήσεώς της άνευ ανταλλάγματος δυνάμει της προμνημονευθείσας συμβάσεως χρησιδανείου, η οποία έχει καταρτισθεί, ρητώς ή σιωπηρώς (ΑΚ 173 και 200), μεταξύ των διαδίκων πρώην συζύγων (γνήσια ανατρεπτική ένσταση, ά. 361, 810 ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1 και 527 ΚΠολΔ) [βλ. ωστόσο τα ά. 816 επ. ΑΚ και την αναλογία δικαίου από τα ά. 608§2, 669§2εδ.α και 767§1 του ίδιου κώδικα, ως προς την (επ)αντένσταση της λύσεως του χρησιδανείου][70], και αφετέρου του προειρημένου συνυπολογισμού της περί ης ο λόγος αποζημιώσεως χρήσεως στη διατροφή του (αντ)ενιστάμενου πρώην συζύγου ή/και των κοινών τέκνων των διαδίκων, ο οποίος έχει ήδη επέλθει στο πλαίσιο προηγούμενης δίκης με αντικείμενο τις προαναφερθείσες αξιώσεις διατροφής [ά. 1442 επ., 1485 επ. ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1 και 527 (ιδίως αρ. 3 περ. α) ΚΠολΔ][71]. Μπορεί άλλωστε να προβληθεί η καταχρηστική (αντ)ένσταση της μη ανακλήσεως της προμνημονευθείσας προσωρινής παραχωρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διακοπής της έγγαμης συμβιώσεως, που έχει δηλαδή διαταχθεί μόνο μέσω αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, η οποία δεν προσδιορίζει τη χρονική διάρκεια της προσωρινής παραχωρήσεως [ά. 1393 ΑΚ, 696-698, 735, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1 και 527 (ιδίως αρ. 3 περ. α) ΚΠολΔ][72], αλλά με όριο την (επ)αντένσταση της καταχρηστικής επικλήσεως της προειρημένης προσωρινής παραχωρήσεως (ά. 281 ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1 και 527 ΚΠολΔ).
Κατά της προαναφερθείσας (αντ)αγωγής ή γνήσιας αυτοτελούς ενστάσεως δύναται περαιτέρω να προταθεί η γνήσια, ανατρεπτική και αυτοτελής (αντ)ένσταση συμψηφισμού ομοειδούς και ληξιπρόθεσμης ανταπαιτήσεως του (αντ)εναγομένου ή καθ’ ου η ένσταση (ά. 440 επ. ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.β, 338§1 και 527 ΚΠολΔ) (βλ. λ.χ. το ά. 794 ΑΚ, για τις δαπάνες ως προς το κοινό)[73]. Κατά της ενστάσεως συμψηφισμού αποκλείεται εντούτοις η προβολή αντενστάσεως, διά της οποίας προτείνεται σε συμψηφισμό έτερη απαίτηση του (αντ)ενάγοντος εναντίον του (αντ)εναγομένου-ενισταμένου και προς τον σκοπό της αποσβέσεως της ανταπαιτήσεως και της διατηρήσεως της ασκούμενης με την (αντ)αγωγή (replicatio compensationis non datur)[74].
Μπορεί επίσης να προβληθεί, ακόμη και με αναγνωριστική αγωγή (ά. 18, 22, 70, 215 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019), η (αντ)ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως της υπό εξέταση αξιώσεως, όταν η τελευταία ασκείται in casu, εξωδίκως ή δικαστικώς σύμφωνα με τα προειρημένα, κατά τρόπο υπερβαίνοντα προφανώς τα επιβαλλόμενα από την αντικειμενική καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος όρια (ά. 281 ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1 και 527 ΚΠολΔ). Η γενική ρήτρα του άρθρου 281 ΑΚ αποτελεί εκδήλωση της προμνημονευθείσας θεμελιώδους δικαιοηθικής αρχής της επιείκειας[75], η οποία διαπνέει και την προαναφερθείσα ρύθμιση του άρθρου 1393 του ίδιου κώδικα. Καταχρηστική δύναται λοιπόν να τυγχάνει, εν όλω ή εν μέρει (π.χ. για ορισμένο χρονικό διάστημα ή ποσό), η άσκηση της εν θέματι αξιώσεως αποζημιώσεως χρήσεως[76], αλλά ενδεχομένως και της τυχόν σωρευόμενης προμνημονευθείσας εμπράγματης ή ενοχικής αξιώσεως αποδόσεως της πρώην οικογενειακής στέγης ή του ιδανικού μεριδίου του (αντ)ενάγοντος ή ενισταμένου επ’ αυτής.
Τούτο γίνεται δεκτό, όταν η προφανής υπέρβαση των προειρημένων ορίων προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, τη διαμορφωθείσα στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα κατάσταση, τις εμφιλοχωρήσασες περιστάσεις ή άλλα περιστατικά, τα οποία, δίχως να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επιφέρουν την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, όπως συμβαίνει ιδίως όταν δημιουργείται στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και μ’ εκείνη του υποχρέου, η εύλογη πεποίθηση ότι δε θα ασκηθεί το δικαίωμα, ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, η οποία θα έχει δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η αντικειμενική καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, ο κοινωνικός και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου (λ.χ. έλλειψη σχετικής προηγούμενης, προφορικής ή έγγραφης, εξώδικης ή δικαστικής, οχλήσεως απ’ αυτόν για κάποιο χρονικό διάστημα, όπερ κρίνεται ad hoc), δοθέντος ότι, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτήν τη συμπεριφορά δε συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (αρχή του non venire contra factum proprium).
Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη κι όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί ωστόσο, για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπροσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις (π.χ. ύπαρξη κοινών τέκνων, τα οποία δικαιούνται διατροφής και εξακολουθούν κατόπιν του διαζυγίου να συγκατοικούν στην πρώην οικογενειακή στέγη των διαδίκων πρώην συζύγων με τον έναν εξ αυτών), προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της δημιουργηθείσας υπό τις προαναφερθείσες ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας επί μακρό χρόνο καταστάσεως να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην προμνημονευθείσα περίπτωση, η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της καταστάσεως προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα, εάν οι συνέπειες που επιφέρει η άσκηση του δικαιώματος τυγχάνουν επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Ως προς την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική υπόσταση αυτού, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (λ.χ. μη ύπαρξη έτερης οικίας και οικονομική αδυναμία μισθώσεως άλλης απ’ αυτόν, ενώ ο αντίδικός του διαμένει σε διαφορετική οικία) (τύπος της αποδυναμώσεως δικαιώματος)[77].
Τα προειρημένα στοιχεία εξειδικεύσεως της γενικής ρήτρας του άρθρου 281 ΑΚ, υπό τις προπεριγραφείσες μορφές της γενικότερης απαγορεύσεως της αντιφατικής συμπεριφοράς και της ειδικότερης αποδυναμώσεως δικαιώματος, τυγχάνουν κινητής κλίμακας, με αποτέλεσμα να συνεκτιμώνται in concreto, εμφανίζοντας παραλλάσσουσα ερμηνευτική βαρύτητα. Επομένως, δεν απαιτείται επί παραδείγματι η αδράνεια ασκήσεως του δικαιώματος να τυγχάνει τόσο μακροχρόνια, όταν οι συνέπειες της ασκήσεώς του είναι ήδη ιδιαιτέρως επαχθείς.
Ανακύπτει εξάλλου το ζήτημα εάν δύναται, παρότι ο γάμος των διαδίκων έχει ήδη λυθεί, να προταθεί εν προκειμένω η προαναφερθείσα γνήσια αυτοτελής (αντ)ένσταση του άρθρου 1393 ΑΚ, ώστε, επί τη βάσει των προμνημονευθέντων, ο (αντ)εναγόμενος-ενιστάμενος ή αντενιστάμενος πρώην σύζυγος, ο οποίος προβαίνει τότε στην αποκλειστική χρήση του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη αυτών, αφενός να μην υποχρεούται στην απόδοσή του, εν όλω ή κατά το αντίστοιχο ιδανικό μερίδιο, στον αποκλειστικό δικαιούχο ή συνδικαιούχο αυτού (αντ)ενάγοντα ή ενιστάμενο έτερο πρώην σύζυγο και αφετέρου να κριθεί ότι δεν οφείλει στον τελευταίο σχετική αποζημίωση χρήσεως. Ερωτάται γενικότερα εάν οι λόγοι επιείκειας, οι οποίοι συνιστούν την προειρημένη rationem της ρυθμίσεως του άρθρου 1393 ΑΚ, καθιστούν επιβεβλημένη την εφαρμογή αυτής ή την εξακολούθηση της εφαρμογή της μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή τη λύση της ελεύθερης ενώσεως, όπερ εξετάζεται εν συνεχεία.
ΣΤ. Η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1393 ΑΚ στη ρύθμιση της χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης
Σε αντίθεση με άλλα δίκαια[78], το ελληνικό δεν περιλαμβάνει ειδική διάταξη αναφορικά με τη ρύθμιση της χρήσεως του ακινήτου, το οποίο χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη των συζύγων ή συντρόφων και των τέκνων τους, κατόπιν της λύσεως ή της ακυρώσεως του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή της λύσεως της ελεύθερης ενώσεως. Μπορεί εντούτοις να τεθεί ζήτημα ρυθμίσεως της χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης, όταν ιδίως οι πρώην σύζυγοι ή σύντροφοι έχουν κοινά τέκνα, είτε ανήλικα είτε ενήλικα που σπουδάζουν ή έχουν ειδικές ανάγκες, τα οποία δικαιούνται διατροφής και εξακολουθούν να συγκατοικούν εκεί με τον έναν εξ αυτών[79].
Υποστηρίζεται, με σοβαρά δογματικά επιχειρήματα στη θεωρία[80], η άποψη ότι, αφού ο συγγενικός δεσμός μεταξύ των γονέων και των τέκνων δεν παύει τότε να υπάρχει και η προστασία της οικογένειας, της παιδικής ηλικίας, της νεότητας και άρα της οικογενειακής στέγης αποτελεί, ενόψει των προμνημονευθέντων στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 1393 ΑΚ, συνταγματικώς θεμιτό προσωρινό περιορισμό της ιδιοκτησίας του παραχωρούντος τη χρήση της οικογενειακής στέγης πρώην συζύγου ή συντρόφου προς τον έτερο πρώην σύζυγο ή σύντροφο, η μετοίκηση του οποίου είναι ανεπιεικής υπό τις συγκεκριμένες ειδικές συνθήκες, που υφίστανται μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή τη λύση της ελεύθερης ενώσεως, διαπιστώνεται εν προκειμένω κενό νόμου, το οποίο πρέπει να πληρωθεί με αναλογία από τη ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ, εφόσον όμως υπάρχουν κοινά τέκνα και συντρέχουν in casu λόγοι επιείκειας, που συνιστούν τη δικαιολογητική βάση της προειρημένης ρυθμίσεως. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί, σύμφωνα με την ίδια γνώμη, η διάταξη του άρθρου 1442 ΑΚ, η οποία εντάσσεται στο υποσύστημα των ρυθμίσεων του οικογενειακού δικαίου για το διαζύγιο, διέπει την αξίωση της μεταγαμιαίας διατροφής και ερείδεται σε λόγους επιείκειας (βλ. κυρίως το ά. 1442αρ.4 ΑΚ), εξαιτίας της προαναφερθείσας κοινότητας βίου που συνέδεε τους πρώην συζύγους ή συντρόφους με σύμφωνο συμβιώσεως (βλ. τα ά. 7§3 Ν. 4356/2015 και 7 Ν. 3719/2008), ώστε κανείς εξ αυτών να μην τυγχάνει μεταγενέστερα απροστάτευτος, όταν αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Ακόμη κι αν δε γίνει δεκτή η προμνημονευθείσα αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1393 ΑΚ, είναι δυνατόν, κατά την εν θέματι άποψη, η παραχώρηση της χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης σ’ έναν από τους πρώην συζύγους ή συντρόφους να λάβει χώρα στο πλαίσιο της εφαρμογής του προειρημένου άρθρου 1442 ΑΚ, θεωρούμενη ως διατροφή σε είδος και επιδικαζόμενη σ’ αυτόν υπό τις εκεί προβλεπόμενες προϋποθέσεις, ήτοι της συνδρομής εξαιρετικής περιπτώσεως και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ανεξαρτήτως μάλιστα από το εάν υπάρχουν κοινά τέκνα των διαδίκων (π.χ. υπέρ του πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια πρώην συζύγου ή συντρόφου, ο οποίος μπορεί ως εκ τούτου να ζητήσει από το δικαστήριο την παραχώρηση σ’ αυτόν της αποκλειστικής χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ασθένειά του).
Σύμφωνα ωστόσο με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία αντίθετη άποψη[81], η ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ, ως προς τη δυνατότητα παραχωρήσεως της αποκλειστικής χρήσεως του ακινήτου της οικογενειακής στέγης στον έναν εκ των συζύγων ή συντρόφων κατά τη διάρκεια της διαστάσεως, ανεξαρτήτως των εμπράγματων ή των ενοχικών σχέσεων επ’ αυτού, αποτελεί απόρροια της προμνημονευθείσας κοινότητας βίου, που συγκροτείται, στο πλαίσιο της σχέσεως των συζύγων ή των συντρόφων, από ισχυρούς ηθικούς και συναισθηματικούς δεσμούς, με συνέπεια να μη θεωρείται επιεικές να διασαλεύονται, με την πρώτη διακοπή της συμβιώσεως, οι συνθήκες ζωής του ασθενεστέρου εκ των συζύγων ή συντρόφων καθώς και των ανήλικων τέκνων τους. Τούτο δεν ισχύει λοιπόν κατόπιν της λύσεως ή της ακυρώσεως του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή της λύσεως της ελεύθερης ενώσεως. Όταν ο νομοθέτης έχει τη βούληση να αναγνωρίσει κάποιο δικαίωμα σε πρώην συζύγους ή συντρόφους, το θεσπίζει ρητώς, όπως συμβαίνει με την αξίωση της μεταγαμιαίας διατροφής, η οποία θεμελιώνεται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1442 ΑΚ. Ως δικαιολογητική βάση της προειρημένης διατροφής εκλαμβάνεται η μετενέργεια του καθήκοντος συμπαραστάσεως και αλληλεγγύης, το οποίο υπήρχε μεταξύ των συζύγων ή των συντρόφων με σύμφωνο συμβιώσεως κατά τη διάρκεια της σχέσεως αυτών[82]. Αντίστοιχη ανάγκη δεν ανακύπτει αναφορικά με τη ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή τη λύση της ελεύθερης ενώσεως, δοθέντος ότι τότε θα ετίθετο πράγματι ζήτημα αντιθέσεως στο άρθρο 17 Σ. Η κρατούσα γνώμη καταλήγει έτσι στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ουσιώδης ομοιότητα ανάμεσα στη ρυθμιζόμενη περίπτωση της παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διαστάσεως και στην αρρύθμιστη της παραχωρήσεως της χρήσεώς της κατόπιν της λύσεως ή της ακυρώσεως του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή της λύσεως της ελεύθερης ενώσεως, με αποτέλεσμα να μη διαπιστώνεται εν προκειμένω κενό, το οποίο να πρέπει να πληρωθεί με αναλογία από το άρθρο 1393 ΑΚ, αλλά η προσήκουσα απάντηση στο εξεταζόμενο ζήτημα να στηρίζεται στο επιχείρημα εξ αντιδιαστολής (argumentum e contrario), που υπαγορεύει τη μη μεταφορά των προβλεπόμενων για το προμνημονευθέν ρυθμιζόμενο πραγματικό εννόμων συνεπειών του άρθρου 1393 ΑΚ στο προειρημένο αρρύθμιστο. Αναβιώνουν επομένως τότε τα εμπράγματα ή τα ενοχικά δικαιώματα του αποκλειστικού δικαιούχου ή συνδικαιούχου της οικογενειακής στέγης πρώην συζύγου ή συντρόφου, οπότε οι σχέσεις των πρώην συζύγων ή συντρόφων αναφορικά με την κυριότητα, τη νομή και την κατοχή του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή τους στέγη διέπονται πλέον από τις διατάξεις του εμπράγματου ή του ενοχικού δικαίου, με συνέπεια το εν λόγω ακίνητο να δικαιούται να χρησιμοποιεί εφεξής αυτός εκ των πρώην συζύγων ή συντρόφων, ο οποίος διαθέτει αντίστοιχο εμπράγματο (λ.χ. κυριότητα ή επικαρπία) ή ενοχικό (π.χ. από μίσθωση) δικαίωμα.
Άλλωστε, στην περίπτωση που το ακίνητο της πρώην οικογενειακής στέγης ανήκει εξ αδιαιρέτου (λ.χ. κατά συγκυριότητα, συνεπικαρπία, συννομή ή συγκατοχή) σε αμφότερους τους πρώην συζύγους ή συντρόφους ή κατά ένα ποσοστό και σε τρίτον, καθένας απ’ αυτούς δύναται, ελλείψει σχετικής συμφωνίας τους, να ζητήσει, μέσω διαπλαστικής-καταψηφιστικής (αντ)αγωγής, από το αρμόδιο δικαστήριο την προμνημονευθείσα ρύθμιση της χρήσεως του επίμαχου κοινού ακινήτου (ά. 790 ΑΚ, 18, 22, 71, 215 επ., 682 επ., 731-732Α, 904 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019), ενώ μπορεί να προβάλει, κατά των ασκούμενων από τον συνδικαιούχο αυτού, έτερο πρώην σύζυγο ή σύντροφο ή τρίτον, προειρημένων αξιώσεων αποδόσεως του ιδανικού του μεριδίου στην πρώην οικογενειακή στέγη και αποζημιώσεως λόγω χρήσεως αυτού (ά. 785 επ., 904 επ., 914 επ., 973 επ., 1094, 1096 επ., 1113, 1142 επ., 297, 298, 330, 340, 345, 346 ΑΚ, 7 επ., 12 επ., 22, 29, 31, 34, 35, 70, 215 επ., 237, 238, 246, 268, 682 επ., 904 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019), την προμνημονευθείσα (αντ)ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (ά. 281 ΑΚ, 237, 238, 240, 262§1, 330εδ.α, 338§1 και 527 ΚΠολΔ), ακόμη και με αναγνωριστική αγωγή (ά. 18, 22, 70, 215 επ. ΚΠολΔ, 3, 6 και 8 Ν. 4640/2019). Οι διατάξεις κυρίως των άρθρων 281 και 790 ΑΚ πρέπει λοιπόν, ένεκα της κοινότητας βίου που συνέδεε τους πρώην συζύγους ή συντρόφους και του συμφέροντος των τέκνων τους (βλ. τα ά. 1386, 1485 επ. και 1511 ΑΚ), να ερμηνεύονται εν προκειμένω υπό το φως της αρχής της επιείκειας, η οποία δε συνιστά μόνον τη rationem legis του άρθρου 1393 ΑΚ, αλλά εκφράζει γενικότερο πνεύμα αναφορικά, inter alia, με τις σχέσεις μεταξύ των πρώην συζύγων ή συντρόφων (arg. από τα ά. 1442 ΑΚ, 7§3 Ν. 4356/2015 και 7 Ν. 3719/2008)[83].
Μολονότι η ισχύς της δικαστικής αποφάσεως για την οριστική ρύθμιση της χρήσεως της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διαστάσεως σύμφωνα με το άρθρο 1393 ΑΚ αίρεται αυτοδικαίως συνεπεία της λύσεως ή της ακυρώσεως του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή της λύσεως της ελεύθερης ενώσεως, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί επομένως να παραχωρήσει τότε, δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 790 ΑΚ, την αποκλειστική χρήση, έναντι της καταβολής ή μη αντίστοιχης αποζημιώσεως χρήσεως, του κοινού ακινήτου της πρώην οικογενειακής στέγης σ’ εκείνον από τους συνδικαιούχους πρώην συζύγους ή συντρόφους, ο οποίος ιδίως διαμένει εκεί μαζί με τα τέκνα των διαδίκων, είτε ανήλικα είτε ενήλικα που σπουδάζουν ή έχουν ειδικές ανάγκες (βλ. και το ά. 1493 ΑΚ), πρέπει, εξαιτίας της ελλείψεως έτερης κατάλληλης οικίας και της υπάρξεως οικονομικής αδυναμίας στο πρόσωπό του, να διαμείνει εκεί μ’ αυτά, που έχει αναλάβει τη φροντίδα τους, ή πάσχει ο ίδιος από σοβαρή ασθένεια, δηλαδή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις και για ορισμένο κυρίως χρονικό διάστημα (π.χ. μέχρι την ενηλικίωση των τέκνων ή το πέρας των σπουδών τους ή εωσότου διαρκέσει η ασθένεια αυτού). Σύμφωνα επιπροσθέτως με τη ρύθμιση του άρθρου 281 ΑΚ, ο υπέρ ου η προειρημένη παραχώρηση πρώην σύζυγος ή σύντροφος μπορεί τότε να υποχρεωθεί να καταβάλει στον έτερο πρώην σύζυγο κατώτερη αποζημίωση χρήσεως από την εμπορική μισθωτική αξία του ιδανικού μεριδίου του τελευταίου στο επίμαχο κοινό μεταξύ των διαδίκων ακίνητο της πρώην οικογενειακής τους στέγης ή να μην καταβάλει τέτοια ως καταχρηστική.
Όταν εμπράγματο (λ.χ. κυριότητα ή επικαρπία) ή ενοχικό (π.χ. από μίσθωση) δικαίωμα χρήσεως του ακινήτου της πρώην οικογενειακής στέγης διαθέτει μόνον ο ένας εκ των πρώην συζύγων ή συντρόφων, ο άλλος δύναται να προστατευθεί, προβάλλοντας, κατά των προαναφερθεισών αξιώσεων του αντιδίκου του, την προμνημονευθείσα (αν)ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, ακόμη και με αναγνωριστική αγωγή. Μπορεί ως εκ τούτου να παραμείνει, με ή χωρίς την καταβολή ανταλλάγματος, στην πρώην οικογενειακή στέγη, όταν συντρέχουν, δυνάμει της γενικής αρχής της επιείκειας, οι προειρημένες εξαιρετικές περιστάσεις και για ορισμένο κυρίως χρόνο.
Εμφανές κενό νόμου υφίσταται εξάλλου, εφόσον αυτός δεν περιέχει ρύθμιση για μια κατηγορία σχέσεων, παρότι θα έπρεπε, επί τη βάσει των κρίσιμων in concreto τελολογικών και συστηματικών αξιολογήσεων, να ρυθμίζεται ως ουσιωδώς όμοια με ήδη ρυθμιζόμενες από τον νόμο κατηγορίες σχέσεων (ά. 4§1 Σ.)[84]. Τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει λοιπόν κατ’ αρχήν, ενόψει των προμνημονευθέντων, εν προκειμένω αναφορικά με τη ρύθμιση του άρθρου 1393 ΑΚ, εκτός από εκείνην, όπου ο μη δικαιούχος του ακινήτου της πρώην οικογενειακής στέγης πρώην σύζυγος ή σύντροφος, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προειρημένοι λόγοι επιείκειας, επιδιώκει, μέσω καταψηφιστικής (αντ)αγωγής, εκδικαζόμενης κατά την τακτική διαδικασία και μη υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου (ά. 18, 22, 31, 34, 215 επ., 238, 246, 268, 904 επ. ΚΠολΔ, 3, 6, 8 Ν. 4640/2019 και αναλογία από το ά. 1393 ΑΚ), ή αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (ά. 22, 682 επ. και 731-732Α ΚΠολΔ), να (επαν)εγκατασταθεί στο εν θέματι ακίνητο, δικαίωμα χρήσεως του οποίου έχει κατ’ αρχήν ο παθητικώς νομιμοποιούμενος έτερος πρώην σύζυγος ή σύντροφος, μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή τη λύση της ελεύθερης ενώσεως, οπότε εφαρμόζονται όσα προαναφέρθηκαν κατά την ερμηνεία της εν λόγω ρυθμίσεως. Άρα, δεν καταλείπεται, στο ερευνώμενο ζήτημα, ευρύ περιθώριο αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1393 ΑΚ και μάλιστα κατ’ ένσταση. Περαιτέρω, ένεκα της προμνημονευθείσας διαφορετικής νομικής φύσεως της αξιώσεως παραχωρήσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης από την αξίωση διατροφής, δε δύναται να γίνει ευχερώς δεκτή η προειρημένη άποψη περί της ευθείας ή, έστω, αναλογικής εφαρμογής in casu της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 1442 ΑΚ.
Ζ. Συμπερασματικές σκέψεις
Κατά τον Αριστοτέλη, ο οποίος εισήγαγε, με τα Ηθικά Νικομάχεια, την επιείκεια στο δίκαιο, το «επιεικές δίκαιον» είναι «επανόρθωμα νομίμου δικαίου», ήτοι διορθώνει τον «γεγραμμένον νόμον»[85]. Τούτο συμβαίνει, όταν η κρινόμενη ατομική περίπτωση εμφανίζει μια κατάσταση εννόμων συμφερόντων, η οποία αποκλίνει ουσιωδώς, ενόψει της ιδιαίτερης εντάσεως ή της απρόβλεπτης μορφής κάποιου εξ αυτών, από το αφηρημένο κοινωνικοτυπικό πρότυπο, που αποτέλεσε τη βάση της περιεχόμενης στον κανόνα δικαίου ρυθμίσεως[86].
Το επιεικές δίκαιο (ius aequum) τηρεί το ορθό μέτρο δικαιοσύνης, δηλαδή κατά τρόπο ακριβοδίκαιο, αλλά μπορεί, όταν απαιτείται in concreto, να καθιστά ηπιότερους τους έτερους κανόνες, ήτοι τους αυστηρούς (ius strictum). Συνιστά έτσι μη αυστηρό δίκαιο, δηλαδή εύκαμπτο, υπό την έννοια ότι δύναται να προσαρμόζεται στις διαφορετικές ανάγκες και συνθήκες της ατομικής περιπτώσεως, με συνέπεια να εκφράζει το υπαγορευόμενο από τη συνείδηση περί δικαιοσύνης, εισάγοντας ως εκ τούτου στο δίκαιο την ιδέα της δικαιοσύνης. Οι έννοιες της επιείκειας (aequitas) και της δικαιοσύνης (iustitia) δεν τυγχάνουν επομένως απλώς αλληλένδετες, αλλά ταυτίζονται, σε μεγάλο βαθμό, νοηματικώς, ήτοι εφόσον η δικαιοσύνη γίνεται αντιληπτή με την ουσιαστική της έννοια. Επιείκεια, η οποία αποτελεί νομική έννοια, σημαίνει λοιπόν ουσιαστική δικαιοσύνη, δηλαδή δικαιοσύνη απαλλαγμένη από αυστηρότητα και τυπολατρία[87].
Τη λειτουργία της πραγματώσεως της επιείκειας στο δίκαιο επιτελούν προεχόντως οι γενικές ρήτρες, όπως είναι κυρίως αυτές των άρθρων 57, 178, 179, 200, 281, 288, 388, 914 και 919 ΑΚ, διά της συγκεκριμενοποιήσεως των οποίων καλύπτεται η ρυθμιστική ατέλεια, που παρουσιάζει ο νόμος ως έκφραση της γενικεύουσας δικαιοσύνης, εξαιτίας της εκ μέρους του νομοθέτη αναπόφευκτης άγνοιας των συνθηκών της εκάστοτε περιπτώσεως, και απονέμεται δικαιοσύνη στην ατομική περίπτωση. Άλλες διατάξεις, με τις οποίες ο δικαστής εξουσιοδοτείται ρητώς από τον νομοθέτη να κρίνει ex aequo et bono, συνιστούν επί παραδείγματι εκείνες των άρθρων 59, 371, 932, 1393, 1442 και 1511 ΑΚ.
Μέσα πραγματώσεως της ιδέας της επιείκειας στο δίκαιο αποβαίνουν, inter alia, η συνολική θεώρηση των εννόμων συμφερόντων που συγκρούονται στη συγκεκριμένη περίπτωση και το περί δικαίου αίσθημα, όπως εκφράζεται από τον εξοπλισμένο με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία δικαστή (ά. 8, 26§3 και 87 επ. Σ.), που διαθέτει, στο υπό εξέταση πεδίο, ευρεία διακριτική ευχέρεια σταθμίσεως, η οποία δεν ανάγεται όμως στις προσωπικές αντιλήψεις αυτού ούτε μπορεί να παραβλέπει τις γενικότερες τελολογικές και συστηματικές αξιολογήσεις της έννομης τάξεως, τον σκοπό της ρυθμίσεως που εμφορείται από την αρχή της επιείκειας, τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τη φύση του πράγματος (αίσθημα δικαίου του δικαστή ως κριτήριο ορθότητας των δικαστικών αποφάσεων)[88]. Η άσκηση της προειρημένης διακριτικής ευχέρειας πρέπει συνεπώς να καθοδηγείται και να ελέγχεται από τα προαναφερθέντα αντικειμενικά κριτήρια, τα πορίσματα της επιστήμης, που συμπεριλαμβάνει τη δικαιοσυγκριτική επισκόπηση, και τη νομολογία (βλ. λ.χ. τη νομολογιακή διάπλαση του δικαίου), η αξιοποίηση των οποίων διασφαλίζει την ορθολογικότητα, την ελαστικότητα και την προσαρμοστικότητα στην εύρεση του δικαίου. Πραγματώνονται έτσι συγχρόνως η αρχή της ασφάλειας δικαίου, που αποτελεί περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου (ά. 25§1εδ.α Σ.), και η αρχή της ισότητας, υπό την έννοια της ίσης μεταχειρίσεως των αξιολογικά ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων, που είναι επιπλέον συνταγματικώς κατοχυρωμένη (ά. 4 Σ.)[89]. Η ευσυνείδητη άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων σύμφωνα το Σύνταγμα και τους νόμους εμπεδώνει μάλιστα την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον ύψιστο θεσμό της δικαιοσύνης.
Η εν θέματι αξίωση αποζημιώσεως χρήσεως της οικογενειακής στέγης αφενός κατά τη διάρκεια της διαστάσεως και αφετέρου κατόπιν της λύσεως ή της ακυρώσεως του γάμου ή του συμφώνου συμβιώσεως ή της λύσεως της ελεύθερης ενώσεως, ήτοι ανεξάρτητα από την προμνημονευθείσα ειδικότερη νομική θεμελίωση αυτής (βλ. εντούτοις το ά. 324 ΚΠολΔ), διαπνέεται από την προειρημένη θεμελιώδη δικαιοηθική αρχή της επιείκειας. Τούτο οφείλεται στη διαμορφωθείσα μεταξύ των συζύγων ή των συντρόφων κοινότητα βίου και στην ανάγκη εξυπηρετήσεως του συμφέροντος των τέκνων τους, που συνιστούν τη rationem legis του άρθρου 1393 ΑΚ. Αυτή πρέπει, ως γενικότερο πνεύμα, να συνεκτιμάται κατά την ερμηνεία των προαναφερθεισών έτερων ρυθμίσεων, που διέπουν την περί ης ο λόγος αξίωση. Η τελευταία παρουσιάζει επιπροσθέτως διαύλους αλληλεπιδράσεως με την αξίωση διατροφής.
Οι προμνημονευθείσες διατάξεις και ιδίως αυτές των άρθρων 1393, 790 και 281 ΑΚ πρέπει λοιπόν να ερμηνεύονται υπό το φως της αρχής της επιείκειας, αλλά εντός του προειρημένου μεθοδολογικού πλαισίου δεσμεύσεως της διακριτικής ευχέρειας του δικαστή. Για την πραγμάτωση και των προμνημονευθεισών θεμελιωδών αρχών της ισότητας και της ασφάλειας δικαίου, αλλά και της προστασίας του ασθενεστέρου εκ των πρώην συζύγων ή συντρόφων και των τέκνων τους, είναι επομένως δικαιοπολιτικώς ορθότερο (de lege ferenda)[90], όπως ισχύει ήδη σε έτερα δίκαια, να θεσπισθεί, ως προς το συχνά τιθέμενο στην πράξη ζήτημα της ρυθμίσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης μετά την προειρημένη παύση της σχέσεως των συζύγων ή των συντρόφων καθώς και την εντεύθεν αξίωση αποζημιώσεως χρήσεώς της, ειδική διάταξη με πρότυπο την επιτυχημένη κατάστρωση, ερμηνεία και εφαρμογή της ενδοτικού δικαίου ρυθμίσεως του άρθρου 1393 ΑΚ, αλλά και με ρητή αντιμετώπιση του αλληλένδετου ζητήματος της αποζημιώσεως χρήσεως της πρώην οικογενειακής στέγης (π.χ. διά της ρητής αναθέσεως στον δικαστή της διακριτικής ευχέρειας να καθορίσει ή μη in casu τέτοια εύλογη αποζημίωση για την εν θέματι παραχώρηση, κρίνοντας με βάση την επιείκεια, τις ειδικές συνθήκες της ατομικής περιπτώσεως και το συμφέρον των δικαιούμενων διατροφής τέκνων που συγκατοικούν εκεί με τον υπόχρεο της τυχόν επιδικαζόμενης εν λόγω αποζημιώσεως γονέα τους), όπως επίσης να υπαχθούν νομοθετικώς οι σχετικές διαφορές στην ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ά. 592 επ. ΚΠολΔ), η οποία τυγχάνει ταχύτερη και πιο ευέλικτη από την τακτική.
Κωνσταντίνος Ηρ. Ρήγας
Δ.Ν., Πρωτοδίκης Πατρών, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών
[1] Βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η οικογενειακή στέγη, ΕλλΔνη 1988, σ. 1284 επ. (1284)· Π. Νικολόπουλου, Παραχώρηση χρήσης οικογενειακής στέγης στον έναν σύζυγο μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, παρά τη λύση του γάμου, ΧρΙΔ 2022, σ. 548 επ. (548)· Δ. Δεβετζή, Οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων κατά το διάστημα της διάστασης, 2024, §8.
[2] Βλ. Θ. Παπαζήση, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τ. VII, 2007, ά. 1393 αρ. 97 επ.· Νικολόπουλου, ό.π., σ. 549.
[3] Βλ. Αθ. Πουλιάδη, Η δικαστική ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης επί διακοπής της συμβιώσεως των συζύγων (ΑΚ 1393), Αρμ. 1995, σ. 589 επ. (591).
[4] Βλ. Πουλιάδη, op.cit., σ. 592 και 595· Νικολόπουλου, ό.π., σ. 549.
[5] Ως προς την έννοια των τέκνων στο άρθρο 1393 ΑΚ, βλ., πιο αναλυτικά, Παπαζήση, op.cit., αρ. 69 επ. Για τα ενήλικα τέκνα, βλ., εν προκειμένω, τα ά. 1485 και 1493 ΑΚ.
[6] Βλ. Μ.-Ευ. Γερασοπούλου, Η έννομη σχέση των συντρόφων από το σύμφωνο συμβίωσης του Ν. 4356/2015, 2021, σ. 220 και 258 επ.
[7] Βλ. Παπαζήση, ό.π., αρ. 13.
[8] Βλ. W. Wilburg, Entwicklung eines beweglichen Systems im bürgerlichen Recht, 1950, passim.
[9] Βλ., αναλυτικότερα, ΕφΛαρ 122/2013, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΕφΛαρ 384/2012, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΕφΠατρ 802/2010, ΑχΝομ 2011, 133· ΕφΠειρ 68/2005, ΠειρΝομ 2005, 41· ΕφΘεσ 1616/2003, Αρμ. 2003, 1777· ΕφΘεσ 329/2000, Αρμ. 2002, 1179· ΕφΘεσ 2416/1996, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΕφΑθ 698/1989, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΕφΑθ 7890/1986, ΤΝΠ ΔΣΑ· Ε. Κουνουγέρη–Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. Ι, 2021, σ. 303 επ.
[10] Βλ. ΑΠ 686/2010, ΝοΒ 2010, 2335· ΜΠρΠατρ 701/2015, ΕφΑΔΠολΔ 2017, 60· Πουλιάδη, op.cit., σ. 597-598 και 601· Νικολόπουλου, ό.π., σ. 550.
[11] Βλ. ΠΠρΑθ 3001/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΠΠρΒερ 116/1991, ΑρχΝ 1992, 371.
[12] Βλ. ΟλΑΠ 6/2007, ΕΕμπΔ 2007, 715· ΟλΑΠ 40/1998, ΕλλΔνη 1999, 46.
[13] Βλ., ενδεικτικώς προς την εν λόγω κατεύθυνση, την εισηγητική έκθεση του Ν. 1329/1983 (υπό το άρθρο 15 του σχεδίου νόμου), ΑΠ 1630/2002, ΧρΙΔ 2003, 131, και Θ. Παπαχρίστου, Οικογενειακό Δίκαιο, 2014, σ. 130-131. Υποστηρίζεται εντούτοις, στη θεωρία, και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η εν θέματι παραχώρηση είναι πάντοτε χαριστική (επιχ. e contrario από το ά. 1395 ΑΚ), προκειμένου να προστατεύονται τα αδύναμα μέλη της οικογένειας έναντι του δικαιούχου της οικογενειακής στέγης συζύγου (βλ. Ι. Σπυριδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, 1983, σ. 104-105· Σ. Ιωακειμίδη, Σ.Ε.Α.Κ., τ. ΙΙ, 2013, ά. 1393 αρ. 25).
[14] Αντιθέτως, υπέρ της καταβολής, ως ανταλλάγματος, του ποσού της πλήρους μισθωτικής αξίας του επίμαχου ακινήτου κατά τη διάρκεια της παραχωρήσεώς του, βλ. Γ. Κουμάντου, Οικογενειακό Δίκαιο Ι, 1988, σ. 177, ή κατ’ αρχήν του ημίσεος της μισθωτικής αξίας αυτού, βλ. Πουλιάδη, op.cit., σ. 599.
[15] Βλ. λ.χ. ΑΠ 792/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 19/1997, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΜΕφΠειρ 441/2021· ΜΕφΑθ 4545/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΛαρ 166/2022, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΜΕφΘεσ 138/2020, Αρμ. 2021, 587· ΜΕφΠειρ 590/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΛαρ 97/2018, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΕφΠατρ 432/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 6254/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (μη επιδίκαση αποζημιώσεως χρήσεως)· ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 40815/2005, Αρμ. 2006, 708 (επιδίκαση κατώτερου ποσού αποζημιώσεως χρήσεως από τη μισθωτική αξία της οικογενειακής στέγης)· ΕιρΕλευσίνας 57/2008, ΑρχΝ 2009, 333 (επιδίκαση κατώτερου ποσού αποζημιώσεως χρήσεως από τη μισθωτική αξία της οικογενειακής στέγης)· Α. Γαζή, Το νέο οικογενειακό δίκαιο, Τα προβλήματα, 1985, σ. 27· Απ. Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο, 2022, σ. 274-275.
[16] Βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η οικογενειακή στέγη, ΕλλΔνη 1988, σ. 1284 επ. (1287 επ.), και Παπαζήση, ό.π., αρ. 108 επ., όπου αναπτύσσονται ειδικότερα οι έννομες σχέσεις των μερών επί του ακινήτου της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διασπάσεως της έγγαμης σχέσεως, ανάλογα με το εάν αυτό ανήκει κατά κυριότητα στον έναν από τους συζύγους, σε αμφοτέρους ή σε τρίτο πρόσωπο (βλ. σχετικώς τα ά. 317, 574 επ. και 974 επ. ΑΚ).
[17] Βλ. ΑΠ 985/2021, ΤΝΠ ΔΣΑ.
[18] Πρβλ. ΜΠρΘεσ 6049/2016, ΤΝΠ ΔΣΑ.
[19] Ως προς τη μετοίκηση, βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Κράνης), ΚΠολΔ2, ά. 735 αρ. 2 επ.
[20] Βλ. Παπαζήση, op.cit., αρ. 180.
[21] Βλ. ΜΕφΘεσ 138/2020, Αρμ. 2021, 587. Για την προστασία του προς ον η παραχώρηση συζύγου, σε περίπτωση μεταγενέστερης εκποιήσεως της οικογενειακής στέγης από τον άλλον σύζυγο ή τον τρίτο εμπράγματο δικαιούχο της ή λύσεως της μισθώσεως αυτής συνεπεία καταγγελίας του έτερου συζύγου ως μισθωτή της, σύμφωνα επί παραδείγματι με τα άρθρα 138, 174, 178, 180, 281, 614 επ., 914 και 919 ΑΚ, βλ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 308 επ.· Παπαζήση, op.cit., αρ. 111 επ.
[22] Βλ. ενδεικτικώς ΕφΑθ 663/1990 (πλειοψηφία), ΕλλΔνη 1992, 186· ΜΕφΑθ 4545/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΛαρ 166/2022, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΜΕφΘεσ 138/2020, ό.π.· ΜΕφΠειρ 590/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΛαρ 97/2018, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΜΕφΛαρ 346/2015, Δικογραφία 2015, 782· ΜΕφΛαρ 186/2015, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΕφΠατρ 432/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 236/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Α. Γαζή, Το νέο οικογενειακό δίκαιο, Τα προβλήματα, 1985, σ. 27· Απ. Γεωργιάδη, Οικογενειακό Δίκαιο, 2022, σ. 275· Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, 2001, σ. 334· Α. Κουτσουράδη, Παρατηρήσεις στη ΜΠρΘεσ 9726/1993, Αρμ. 1994, σ. 321 επ.· Ευ. Δακορώνια, Η κοινή συμβολή στις οικογενειακές ανάγκες κατά τη συμβίωση και μετά τη διακοπή της συμβίωσης, ΕφΑΔΠολΔ 2018, σ. 115 επ. (120-121)· Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 301-302· Παπαζήση, op.cit., αρ. 96 επ.
[23] Βλ. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 302· Παπαζήση, op.cit., αρ. 100-102· Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 334.
[24] Βλ. ΜΠρΘεσ 14209/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[25] Βλ. Κ. Ρήγα, στις Ενστάσεις κατά τον Αστικό Κώδικα (επιμέλεια Ε. Καστρήσιος), 2019, σ. 452 επ. (476).
[26] Βλ. συναφώς Κ. Ρήγα, Οι ενστάσεις συμψηφισμού απαιτήσεων και συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους, με έμφαση στη δικονομική τους θεώρηση, ΕλλΔνη 2022, σ. 355 επ. (369).
[27] Βλ. ΑΠ 630/2002, ΧρΙΔ 2003, 131.
[28] Βλ. ΕφΠατρ 432/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 236/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[29] Βλ. ΑΠ 792/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 19/1997, ΤΝΠ ΔΣΑ.
[30] Βλ. ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 2196/2005, Αρμ. 2005, 1946· Π. Νικολόπουλου, Αποζημίωση χρήσης επί κοινωνίας στην οικογενειακή στέγη (σχόλιο στην ΕιρΙλίου 102/2012), ΝοΒ 2012, σ. 1740 επ. Πρβλ. τη ΜΠρΑθ 1321/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που εφαρμόζει το άρθρο 728 ΚΠολΔ, αλλά αφορά το χρονικό διάστημα μετά τη λύση του γάμου.
[31] Πρβλ. ΕφΑθ 6856/2007, ΕλλΔνη 2009, 257.
[32] Βλ. ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[33] Βλ. ενδεικτικώς ΕφΑθ 663/1990 (μειοψηφία), ΕλλΔνη 1992, 186· ΜΕφΠειρ 441/2021· ΜΕφΘεσ 1302/2020, ΝοΒ 2020, 1641· ΜΠρΘεσ 15512/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΘεσ 9726/1993, Αρμ. 1994, σ. 314 επ.· Στ. Ματθία, Διατροφικές αξιώσεις μετά το νόμο 1329/1983, ΕλλΔνη 1988, σ. 1301 επ.
[34] Βλ. ΜΠρΒερ 30/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΔραμ 203/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΣαμ 42/2004, ΑρχΝ 2004, 535· ΜΠρΠατρ 203/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[35] Βλ. ΜΠρΘεσ 9726/1993, op.cit., σ. 317-318.
[36] Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 686/2010, ΝοΒ 2010, 2335· ΜΕφΑθ 4545/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 5040/2010, ΕλλΔνη 2013, 480· ΕφΠατρ 145/2009, ΑχΝομ 2010, 199· ΕφΘεσ 2989/2005, Αρμ. 2006, 707· ΕφΑθ 4585/2002, ΕλλΔνη 2003, 225· ΠΠρΑθ 2160/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 701/2015, ΕφΑΔΠολΔ 2017, 60· ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Απ. Γεωργιάδη, Η οικογενειακή στέγη, ΕλλΔνη 1988, σ. 1284 επ. (1290)· Θ. Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 2005, σ. 133· Π. Νικολόπουλου, Παραχώρηση χρήσης οικογενειακής στέγης στον έναν σύζυγο μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, παρά τη λύση του γάμου, ΧρΙΔ 2022, σ. 548 επ. (550)· Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ό.π., σ. 314· Παπαζήση, op.cit., αρ. 154-155· Ιωακειμίδη, ό.π., αρ. 59.
[37] Ibidem.
[38] Βλ. υπό το στοιχείο Β.
[39] Βλ. ΜΕφΑθ 4545/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 5040/2010, ΕλλΔνη 2013, 480· ΕφΑθ 4585/2002, ΕλλΔνη 2003, 225· ΜΠρΠατρ 701/2015, ΕφΑΔΠολΔ 2017, 60· Γεωργιάδη, op.cit., σ. 1290· Νικολόπουλου, ό.π., σ. 550.
[40] Βλ. ΠΠρΒερ 116/1991, ΑρχΝ 1992, 371.
[41] Βλ. ΑΠ 686/2010, ΝοΒ 2010, 2335.
[42] Βλ. ΠΠρΒερ 116/1991, op.cit. Πρβλ., υπέρ της επικουρικότητας του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ΑΠ 749/2003, ΕλλΔνη 2003, 1621.
[43] Βλ. ΕφΑθ 122/2002, Αρμ. 2002, 1479· ΜΠρΑθ 1640/2009, ΤΝΠ ΔΣΑ.
[44] Βλ. ΠΠρΡόδου 36/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑθ 1321/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
[45] Βλ. Γεωργιάδη, ό.π., σ. 1290· Νικολόπουλου, op.cit., 550· Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 341.
[46] Βλ. ενδεικτικώς ΕφΑθ 1864/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 122/2002, Αρμ. 2002, 1479· ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑθ 3263/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΑθ 323/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕιρΜαραθ 32/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Contra ΕιρΙλίου 102/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1738 επ. (με ορθό αντίθετο σχόλιο Π. Νικολόπουλου), διά της οποίας απερρίφθη, ως μη νόμιμη, αγωγή αποζημιώσεως χρήσεως οικογενειακής στέγης κοινής κυριότητας μετά το διαζύγιο, επί τη βάσει του σκεπτικού ότι η εναγόμενη πρώην σύζυγος δεν προέβαινε στην αποκλειστική χρήση του επίμαχου κοινού διαμερίσματος των διαδίκων πρώην συζύγων, διότι διέμενε εκεί μαζί με τα τέκνα τους, εκ των οποίων το ένα ήταν ενήλικο.
[47] Βλ. ΑΠ 1118/1995, ΕλλΔνη 1997, 549· ΤρΕφΛαρ 454/2014, Δικογραφία 2017, 446· ΠΠρΦλωρ 28/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τ. ΙΙ, 2006, σ. 818.
[48] Βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η οικογενειακή στέγη, ΕλλΔνη 1988, σ. 1284 επ. (1291).
[49] Ibidem.
[50] Βλ. ΜΕφΠατρ 434/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[51] Βλ. ΑΠ 46/1994, ΕλλΔνη 1996, 134· ΕφΑθ 238/2006, ΕλλΔνη 2007, 1718· Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Το δίκαιο των καρπών κατά τον ΑΚ, 1979, σ. 212.
[52] Βλ. ΑΠ 852/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 1208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 802/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 187/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΠειρ 206/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 1864/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΠατρ 423/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ.
[53] Βλ. ΑΠ 583/1960, ΝοΒ 9, 453· ΕφΑθ 1864/2021, op.cit.· ΕφΑθ 122/2002, Αρμ. 2002, 1479· ΕφΑθ 4286/1978, ΝοΒ 27, 225· ΠΠρΑθ 2160/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Αντίθετη η ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία τα περί ων ο λόγος τέκνα των κοινωνών, ανήλικα ή ενήλικα, δε νομιμοποιούνται παθητικώς, αλλά η εν θέματι αποζημίωση χρήσεως αφορά μόνον εκείνο το ποσοστό του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντος συγκοινωνού που χρησιμοποιεί αποκλειστικώς ο ίδιος ο εναγόμενος συγκοινωνός (π.χ. το ποσοστό του 1/3 από το ιδανικό μερίδιο του ενάγοντος συγκοινωνού εκ συνολικού ποσοστού 50%, όταν ο εναγόμενος συγκοινωνός κατά το υπόλοιπο ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου συνεχίζει να συγκατοικεί στην επίμαχη πρώην οικογενειακή στέγη μαζί με τα δύο κοινά τέκνα των διαδίκων), αφού η εκ μέρους του ενάγοντος συγκοινωνού κάλυψη της ανάγκης στεγάσεως των τέκνων αυτού συνιστά κατ’ αρχήν υποχρέωσή του δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 1485 επ. (ιδίως 1493) ΑΚ.
[54] Βλ. ΑΠ 852/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 276/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΑΠ 767/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΠειρ 206/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[55] Βλ. ΑΠ 1465/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΕφΠειρ 206/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[56] Βλ. ΑΠ 545/1993, ΕλλΔνη 1994, 1535· Χ. Μαστροκώστα, Σ.Ε.Α.Κ., τ. Ι, 2010, ά. 786 αρ. 1.
[57] Βλ. ΑΠ 362/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΠειρ 253/2002, ΠειρΝομ 2002, 181.
[58] Βλ. ΑΠ 686/2010, ΝοΒ 2010, 2335· ΕιρΚω 123/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[59] Ως προς τη συρροή νομίμων βάσεων, βλ., γενικότερα, Απ. Γεωργιάδη, ΧρΙΔ 2016, σ. 1 επ.· του ίδιου, Δ. 6, σ. 43 επ.· Κ. Ρήγα, Η συνδρομή ευθύνης από το άρθρο 22α Ν. 2190/1920 και αδικοπρακτικής (παρατηρήσεις στις ΑΠ 1276/2015 και 1277/2015), ΕλλΔνη 2016, σ. 778 επ.
[60] Βλ. ΑΠ 1118/1995, ΕλλΔνη 1997, 549.
[61] Βλ. ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Για την ένσταση συμψηφισμού, βλ., γενικότερα, Κ. Ρήγα, στις Ενστάσεις κατά τον Αστικό Κώδικα (επιμέλεια Ε. Καστρήσιος), 2019, σ. 452 επ.
[62] Βλ. ΜΠρΑθ 1321/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[63] Βλ. ΑΠ 1302/2006, ΝοΒ 2007, 62· ΜΠρΙωαν 112/2012, ό.π.
[64] Βλ. υπό το στοιχείο Β.
[65] Βλ. ΠΠρΑθ 2160/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[66] Βλ. ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[67] Βλ. ΠΠρΑθ 2160/2010, op.cit.· ΕιρΚω 123/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[68] Βλ. ΑΠ 1731/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[69] Έτσι όμως οι ΑΠ 440/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΑθ 506/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, και ΜΠρΠατρ 223/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[70] Βλ. ΜΕφΠατρ 434/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 2160/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΙωαν 112/2012, ό.π..· ΕιρΜαραθ 32/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[71] Βλ. ΠΠρΑθ 2160/2010, op.cit.
[72] Βλ. ΠΠρΒερ 116/1991, ΑρχΝ 1992, 371.
[73] Βλ. Κ. Ρήγα, στις Ενστάσεις κατά τον Αστικό Κώδικα (επιμέλεια Ε. Καστρήσιος), 2019, σ. 452 επ.
[74] Βλ. ΑΠ 281/1961, ΝοΒ 1961, 1166· ΑΠ 577/1960, ΝΔ 17, 288· ΕφΑθ 2371/2006, ΕλλΔνη 2007, 1133.
[75] Για τη γενική ρήτρα της καλής πίστεως ως εκδήλωση της αρχής της επιείκειας, βλ. Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, σ. 220 επ.
[76] Βλ. ΜΕφΑθ 4545/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΠΠρΑθ 2160/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 61/2021, ΝοΒ 2021, 721.
[77] Βλ. ΟλΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019, 504· ΟλΑΠ 6/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΟλΑΠ 16/2006, ΕλλΔνη 47, 1330· ΟλΑΠ 33/2005, ΕλλΔνη 2005, 1033· ΟλΑΠ 7/2002, ΕλλΔνη 43, 681· ΟλΑΠ 8/2001, ΕλλΔνη 42, 382· ΑΠ 567/2023, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 2146/2009, ΑΠ 1246/2008, ΑΠ 630/2008, ΑΠ 556/2008, ΑΠ 523/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 223/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[78] Βλ. επί παραδείγματι τα άρθρα 285-1 του γαλλικού ΑΚ (Code Civil), 1568a του γερμανικού ΑΚ (Bürgerliches Gesetzbuch, BGB) και 337-sexies του ιταλικού ΑΚ (Codice Civile), διά των οποίων προβλέπεται κατ’ αρχήν η δυνατότητα δικαστικής παραχωρήσεως, έναντι της καταβολής ή μη ανταλλάγματος, της χρήσεως του ακινήτου της πρώην οικογενειακής στέγης για λόγους επιείκειας, ανεξαρτήτως από το εάν αυτό ανήκει κατά κυριότητα στον έναν εκ των πρώην συζύγων ή συντρόφων, στους δύο από κοινού ή σε τρίτο πρόσωπο, που έχει παραχωρήσει στον έναν εξ αυτών ή σε αμφοτέρους τη χρήση του με την καταβολή ή μη ανταλλάγματος.
[79] Όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) ως προς τα υπό εξέταση ζητήματα της ρυθμίσεως της χρήσεως της οικογενειακής στέγης και της εντεύθεν αποζημιώσεως χρήσεως, τα οποία ανακύπτουν τόσο κατά τη διάρκεια της διαστάσεως όσο και ύστερα από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του καταχωρισμένου συμφώνου συμβιώσεως, βλ. τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1103, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, και τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1104, ως προς τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας, του εφαρμοστέου δικαίου και της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των καταχωρισμένων συντρόφων, αντιστοίχως. Σε περίπτωση ελεύθερης ενώσεως, εφαρμόζονται ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Βρυξέλλες Ια), ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008, ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), και ο Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ).
[80] Βλ. Κ. Χριστακάκου-Φωτιάδη, Η ρύθμιση της οικογενειακής στέγης μετά το διαζύγιο, 2ο Συνέδριο της Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου, 2015, σ. 111 επ. (= ΧρΙΔ 2015, σ. 161 επ.)· Α. Κοτζάμπαση, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 2022, σ. 140.
[81] Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 686/2010, ΝοΒ 2010, 2335· ΜΕφΑθ 4545/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΕφΑθ 5040/2010, ΕλλΔνη 2013, 480· ΕφΠατρ 145/2009, ΑχΝομ 2010, 199· ΕφΘεσ 2989/2005, Αρμ. 2006, 707· ΕφΑθ 4585/2002, ΕλλΔνη 2003, 225· ΠΠρΑθ 2160/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· ΜΠρΠατρ 701/2015, ΕφΑΔΠολΔ 2017, 60· ΜΠρΙωαν 112/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Απ. Γεωργιάδη, Η οικογενειακή στέγη, ΕλλΔνη 1988, σ. 1284 επ. (1290)· του ίδιου, Οικογενειακό Δίκαιο, 2022, σ. 276· Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. Ι, 2021, σ. 314· Π. Νικολόπουλου, Παραχώρηση χρήσης οικογενειακής στέγης στον έναν σύζυγο μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, παρά τη λύση του γάμου, ΧρΙΔ 2022, σ. 548 επ. (549-550)· Παπαχρίστου, ό.π., σ. 133· Παπαζήση, op.cit., αρ. 154-155· Ιωακειμίδη, ό.π., αρ. 59.
[82] Βλ. Στ. Ματθία, Διατροφικές αξιώσεις μετά το νόμο 1329/1983, ΕλλΔνη 1988, σ. 1301 επ. (1302).
[83] Βλ. ΜΕφΑθ 4545/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[84] Ως προς τη διαπίστωση και την πλήρωση των κενών νόμου, βλ. Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου, 2000, σ. 230 επ.· Φ. Δωρή, Σκέψεις για τη διαπίστωση και πλήρωση των κενών στο δίκαιο (με αφορμή τις ΟλΑΠ 20/2000 και 899/2001), ΧρΙΔ 2003, σ. 577 επ.· K. Larenz/C.-W. Canaris, Methodenlehre der Rechtswissenschaft, 1995, σ. 187 επ.· C.-W. Canaris, Die Festellung von Lücken im Gesetz, 1983, σ. 71 επ.
[85] Βλ. Μ. Σταθόπουλου, Δικαιοσύνη ως επιείκεια εντός του δικαίου και πέραν αυτού, ΕλλΔνη 2023, σ. 321 επ. (321-322).
[86] Βλ. Παπανικολάου, op.cit., σ. 218.
[87] Βλ. Σταθόπουλου, ό.π., σ. 324.
[88] Πρόκειται για έναν από τους βασικούς λόγους, ένεκα των οποίων η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει τη δυνατότητα, τουλάχιστον προς το παρόν, να αντικαταστήσει τον δικαστή (βλ. γενικότερα, μεταξύ άλλων, Πρ. Παυλόπουλου, «Διλήμματα» της Νομικής Επιστήμης στο πλαίσιο των προκλήσεων της Τεχνητής Νοημοσύνης, Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2023, σ. 378 επ.· Στ. Κοφίνη, Από την ψηφιακή δικαιοσύνη στον ψηφιακό δικαστή: μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να αντικαταστήσει τους δικαστές;, 2021, passim). Βλ. συναφώς τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη (Πράξη για την Τεχνητή Νοημοσύνη, AI Act) (COM/2021/206 τελικό).
[89] Βλ. Παπανικολάου, op.cit., σ. 218-219.
[90] Για τα όρια της δικαιοπλαστικής εξουσίας του δικαστή, βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η περαιτέρω διάπλαση του δικαίου από τον δικαστή, ΧρΙΔ 2020, σ. 3 επ. (8 επ.).